Τα καλύτερα βιβλία, τραγούδια, ποιήματα έχουν γραφτεί για ανεκπλήρωτους έρωτες .

Όχι, δε θα εξιστορήσω μία ιστορία αγάπης με happy ending, αλλά μία απόλυτα αληθινή, με πρωταγωνίστρια εμένα. Το λοιπόν, ένα απόγευμα του Ιουλίου κάθομαι αμέριμνη στο μπαλκόνι μου και ξαφνικά ακούω κάποιον από διπλανό μπαλκόνι, να με καλεί. «Επ, μη μου πεις  ότι κάνεις εργασία». «Παγώνει» ο εγκέφαλος μου, το γνωστό κι ως «brain freeze».

Κοκαλωμένη, χαμογελάω αμήχανα και σοκάρομαι από το πόσο ωραίος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος, όχι απαραίτητα μόνο εμφανισιακά αλλά κυρίως ως προς το περίβλημα του. Και το δικό του περίβλημα είναι ό,τι πιο επιβλητικό και υπέρλαμπρο έχω αντικρίσει ποτέ μου. Το πρόσωπο του είναι η ενσάρκωση των ονείρων μου. Ο έρωτας αυτός δίνει φωνή στην ψυχή να φωνάξει «Εδώ ήσουν λοιπόν! Σε βρήκα!» Πάει καλά μέχρι εδώ.

Το πρόβλημα βέβαια αρχίζει όταν η ψυχή του άλλου είναι «κουφή».

Κάποιοι έρωτες είναι ασύμβατοι, σα μόσχευμα που ο οργανισμός απορρίπτει. Έτσι ήταν κι ο δικός μου. Ο τύπος δεν είναι για μένα, ακόμη κι αν έχω επιλέξει να τον «ντύσω με τα ρούχα» που θέλω. Τον «στενεύει το φωτοστέφανο» που αυθαίρετα του φόρεσα, και το βλέπω, δεν αυταπατώμαι, ποτέ μου δε το έκανα.

Παραδόξως, ο άντρας αυτός είναι όλα όσα απεχθάνομαι.

Από μικρή έψαχνα τα ουσιώδη, γεννήθηκα με τεράστια αποθέματα συναισθημάτων, και δε μου πρέπουν τα ρηχά, με πνίγουν. Πώς κόλλησα τώρα με τον «κύριο δήθεν»; Διαγράφει και μένα όπως όλες χαρακώνοντας με δυνατά., σαν αγορασμένο προϊόν σε λίστα σουπερμάρκετ. Όμως εγώ εκεί. Τρέφομαι απ’ τα ψίχουλα σημασίας που μου δίνει . Με κοιτάει με νόημα και λέει: «Πάμε για ένα ποτό;» «Έχω deadline εργασίας και δε μπορώ απόψε» απαντώ. «Δε θα αργήσω πολύ, έλα σπίτι μου μετά.. φρόντισε να είσαι ξύπνια». Δεν ήμουν όμως, όχι με τη σωστή έννοια τουλάχιστον, και κατά τις τέσσερις το πρωί ανεβαίνω. Μετά από αρκετή ώρα κουβέντας και αμηχανίας, με πλησιάζει και σταδιακά υποψιάζομαι την κατάληξη της βραδιάς .

«Δεν είμαι εδώ γι’ αυτό» του λέω. « Δεν είπα αυτό» μου λέει, όμως δεν το εννοεί. Με μαγνητίζει πρωτόγνωρα, η ανατριχιαστική αίσθηση του κορμιού του κοντά μου, μου το κάνει αφόρητα δύσκολο. Καταφέρνω κι απομακρύνομαι.

Μια από τις δυσκολότερες αποφάσεις της ζωής μου ήταν να μη μείνω μαζί του εκείνο το βράδυ. Δεν έμεινα. Όλα τέλειωσαν και συνάμα άρχισαν την επόμενη μέρα που μου έστειλε ένα ξερό «Ό,τι έγινε χτες, το αφήνω εκεί». Αυτό ήταν. Γίνομαι έρμαιο του νεαρού που μένει δυο ορόφους πάνω απ’ το διαμέρισμα μου. Ζω, αναπνέω, κοιμάμαι, ξυπνάω και πάντα νοητά τον κουβαλάω μαζί μου. Έχει κατοικοεδρεύσει στο μυαλό μου, το ποδοπατάει, το μαυρίζει, το βασανίζει.

Εκείνος λοιπόν που με είδε σαν ένα κομμάτι κρέας, που ήρθα και παρήλθα απ’ τη ζωή του αβασάνιστα, που ζει για τα εφήμερα -και εγώ τα απεχθάνομαι τα ρημάδια τα εφήμερα- με έχει οδηγήσει σε ένα δρόμο με μόνο προορισμό το αδιέξοδο.

Σαν τυφλή προχωράω αψηφώντας κάθε πινακίδα κινδύνου. Στερούμαι επιλογών, ό,τι και αν μου λένε. Ντύνομαι, βάφομαι, φοράω τακούνια, εγώ το παιδί των all star, και στήνομαι κάθε Σαββατοκύριακο στο μπαρ που συχνάζει, εγώ το παιδί της rock, έχω μάθει όλα τα κλαμποτράγουδα απ’ έξω.

Είμαι μια άλλη, πρωταγωνιστώ στο θέατρο του δικού μου παραλόγου, πάω κόντρα στα πιστεύω μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Κάθε φορά ευελπιστώ πως κάτι θα αλλάξει και θα με δει διαφορετικά. Ο μάγκας της πολυκατοικίας κατευθύνει το τηλεχειριστήριο ενός ηλεκτρονικού παιχνιδιού πάλης, στο οποίο έχω ρόλο μαριονέτας. Κινούμαι όπως με προστάζει και πολεμάω για μια εξ’ ορισμού χαμένη μάχη, αφού ο αντίπαλος είναι πάντα ο εαυτός μου.

Μάταια χάνω μέρες, μήνες απ’ τη ζωή μου, χάνω τον εαυτό μου τρώγοντας τη μία κατραπακιά μετά την άλλη, και περιμένω να ακούσω το κλειδί της πόρτας, κι έμαθα και πότε και πού δουλεύει και αυτά τα σκουπίδια τα έχω πετάξει δέκα φορές σε μια ώρα μπας και τον πετύχω «κατά λάθος».

Μισώ που δε τον μισώ ούτε λίγο. Κατηγορώ τον εαυτό μου που δεν είμαι αρκετή, ο μαζοχισμός και η ατέρμονη εμμονή μου για αυτοκαταστροφή δεν επιτρέπουν τη λύτρωση από τη «γάγγραινα» που εκούσια προκάλεσα στον εαυτό μου. Η εξουσία που έχει πάνω μου έχει γίνει δελεαστική, απαραίτητη, τρέφομαι πια απ’ αυτή. Δε βλέπω τίποτα και κανέναν άλλο στον ορίζοντα γιατί όπως είχε πει και μια φίλη «Το εξιδανικευμένο φάντασμα θα νικάει πάντα σε σύγκριση με καθετί πραγματικό». Την ημέρα των γενεθλίων μου και μετά από πολύ ποτό στο κλασσικό μπαρ, «ρίχνω τη μάσκα» και του λέω «Εσύ φταις για όλα» 

«Εγώ τί φταίω, εγώ είμαι καλό παιδί», απαντάει και σκέφτομαι τί περίμενα η ηλίθια από έναν άνθρωπο που χρησιμοποιεί το «εγώ» δυο φορές σε μια μικρή πρόταση.

Μετά από ένα χρόνο δίνης, κάνω τον απολογισμό των καταστροφών της μπόρας αυτής και μετράω αγανακτισμένους  φίλους, στενοχωρημένους συγγενείς, κατακερματισμένο «είναι». Ούσα πια εξαντλημένη, δέχομαι τη «χαριστική βολή».

Την είχε όσο εγώ πάλευα γι’ αυτόν, την απέκτησε μετά; Τί σημασία έχει αφού δεν είναι μαζί μου; Εν τέλει, με όση λογική μου έχει απομείνει αποφασίζω να μετακομίσω, να φύγω μακριά απ’ το δυνάστη της ψυχής μου. Ο έρωτας είναι για να σου δίνει ζωή και όχι για να στην παίρνει. Έκανα ό,τι μπορούσα και τελικά αποχωρώ με το κεφάλι ψηλά, γιατί μόνο έτσι αρμόζει σε έναν που νιώθει, κι εγώ ένιωσα, αυτό ξέρω να κάνω.

Έχασα τη μάχη της διεκδίκησης του έρωτα της ζωής μου, κατάφερα όμως να περιμαζέψω ένα ένα τα σπασμένα  κομμάτια του εαυτού μου.

Όταν περνάω από την πολυκατοικία νιώθω ένα σφίξιμο στο στέρνο, αφού ένα κομμάτι μου παραμένει για πάντα «θαμμένο» εκεί που άρχισαν όλα και οι σκέψεις πονάνε σαν τραύματα σε αλλαγή καιρού. Κάποιοι διακαείς μας πόθοι είναι γραφτό να μένουν ανικανοποίητοι όσο κι αν θα δίναμε τη ζωή μας για να τους υλοποιήσουμε.

Οι ανεκπλήρωτοι έρωτες αν και νοσηροί είναι αληθινοί, άφθαρτοι και αθάνατοι ακριβώς γιατί είναι ανανταπόδοτοι.

Δεν ξέρω αν η ζωή συνεχίζεται, σίγουρα όμως συνηθίζεται. 

 

Συντάκτης: Νάντια Γιαννέλου