Πάντα πίστευα ότι η ζωή είναι στιγμές. Ας ήταν μία δύο ή τρεις καμία σημασία δεν είχε, έλεγα. Διαλαλούσα ότι η ευτυχία δεν είναι ραντεβού να τη μετρήσεις με ρολόγια, ημερολόγια και χρόνους. Έλεγα πως δεν έχει σημασία πόσο κρατάει, αρκεί κάποτε να έρθει και έδινα μάχες υποστηρίζοντας με ζήλο ότι σημασία έχει να ζεις κι ας είναι για λίγο. Ας παραπατάς μετά από την κουζίνα στο σαλόνι για να βρεις και να ανοίξεις το ντουλάπι των αναμνήσεων για να καταχωνιάσεις μέσα ακόμη μία στιγμή, κάτι που άφησε φεύγοντας ή μερικές γραμμές στο ημερολόγιο σου. Αδιαφορούσα για το τίποτα που συνεπάγεται το μετά. Δε με ένοιαζε.
Μπούρδες. Μπούρδες και μάλιστα με κεφαλαίο Μ. Θεωρίες εκ του ασφαλούς, που τις λέμε στην παρέα για να κάνουμε τους σπουδαίους. Τελικά όσες στιγμές και να ζήσεις το σοβαρό είναι εκείνο το τίποτα που μένει, αφού κλειδώσεις το ντουλαπάκι σου. Εκείνο που είναι ικανό να ρουφήξει όση χαρά κι αν έζησες με χρονόμετρο. Αυτό το λίγο που ο έρωτας δεν ανέχεται και κάθε φορά που εκείνο εισχωρεί σε αυτόν διαλύει εκείνον που μένει.
Άσχημο πράγμα να έρχεσαι και να φεύγεις, όχι για σένα αλλά για τον άλλον που λέγαμε. Εσύ μια στάση κάνεις στην καθημερινότητά σου, σαν να σταματάς στο περίπτερο για τσιγάρα να καπνίζεις το πρώτο με λαχτάρα και ύστερα να ξεχνάς και περίπτερο και περιπτερά και πακέτο ακόμη και ότι καπνίζεις. Ο άλλος όμως, εκείνος που μένει έχει ήδη χωθεί στη μαυρίλα του. Δεν τον αδικώ, ούτε θα τον παρηγορούσα λέγοντάς του, λογικές παραδοχές, ότι δήθεν πρέπει να κρατήσει τις στιγμές που έζησε και να αποδεχτεί ότι αυτά είναι για όσο χρόνο κάποιος άλλος άνθρωπος αποφασίσει να του δώσει.
Αυτός που ζει στιγμές γίνεται αυτομάτως γνώστης. Ξέρει πώς είναι να αγγίζει, να κάθεται με τον άλλον για δύο ώρες στον καναπέ αγκαλιά με ταινία και ετοιματζίδικο φαγητό, να γελάει παίζοντας μαξιλαροπόλεμο με αφορμή ένα άνοστο αστείο που έκανε ο ένας στον άλλον και ύστερα να αγκαλιάζονται. Και λίγο μετά να ντύνεται και να πετάει μια καληνύχτα πριν κλείσει την πόρτα. Όταν λοιπόν ξέρεις είναι αδύνατο να συμβιβαστείς ή να προσποιηθείς ότι δε συμβαίνει τίποτα.
Είναι εκείνη η καληνύχτα που αυτός που μένει δε θέλει να ακούσει, που καθυστερεί, που προσποιειται ότι είναι αφοσιωμένος στην τηλεόραση ή θυμάται να πει μια άχρηστη πληροφορία, έτσι για να παίξει τις καθυστερήσεις και να κερδίσει ακόμα λίγο χρόνο. Τελικά όσο και να καταφέρει να κερδίσει στο τέλος το αποτέλεσμα θα έχει απαράλλακτες σκηνές. Άλλωστε πως να γίνει ανεκτό το τίποτα και το καθόλου όταν έχει υπάρξει το πολύ;
Δεν αντέχεται το «για λίγο», και ας καταρρεύσουν όλες οι θεωρίες που μιλάνε για στιγμές και κουραφέξαλα. Ειδικά στον έρωτα όχι. Ίσως και να αντέχεται όταν μιλάμε για διακοπές, για ένα πάρτι γενεθλίων, για ένα καφέ με παλιόφιλους κάπου στο Θησείο και άλλα περαστικά. Στον έρωτα όμως δε χωράει. Όταν δεν έχεις τίποτα και ξαφνικά βρεθείς με ένα πολύτιμο κέρμα στο χέρι δεν μπορείς απλώς να το παίξεις σε κορώνα γράμματα και ύστερα να το αφήσεις και να φύγεις.
Ακόμη κι αν το κέρμα δικαιώσει και αποφασιστεί η αδιαφορία θα βρεθεί εκείνο το πακέτο τσιγάρα που ξέχασε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας φεύγοντας, το τσαλακωμένο σεντόνι που άφησε το άρωμα του και το ραδιόφωνο που ακόμα παίζει την ίδια μουσική να σπάσει την αδιαφορία της δήθεν απόφασης. Όσο και να φωνάζει το μέσα «κάνε τον αδιάφορο» να δεν υποφέρεται και δεν είναι καν θέμα επιλογών και λογικής. Δεν αντέχει το κορμί όταν έχει γνωρίσει τον έρωτα να τον αφήσει και να συνεχίσει να βολοδέρνει για τα λόγια μιας ανόητης καληνύχτας.
Αυτοί που μένουν πίσω στο «για λίγο» έχουν ένα κόμπο στο σώμα. Ένα κόμπο που λύνεται κάθε φορά που εκείνος ο μοναδικός άνθρωπος έρχεται και ξαναδένεται ακόμα πιο σφιχτά τόσο που πνίγει τα σώματα και τους ανθρώπους στον αποχαιρετισμό.
Και στην τελική, ποιος μας επιτρέπει να μιλάμε για «το λίγο» στον έρωτα που από μόνος του είναι του «όλα ή τίποτα»;
Επιμέλεια Κειμένου Πέννυς Πηττά: Κατερίνα Κεχαγιά.