Χειμώνας, κρύο, πιτζμάκια, χουχούλιασμα, βιβλιαράκι, ταινιούλα, τσαγάκι. Τσάγακι; Από πότε; Από πού κι ως πού; Πώς έγινε αυτό; Τσάι δεν έπινες όταν ήσουν άρρωστος και τώρα φαντάζει εξωτικό κοκτέιλ και σ’ αρέσει κι αυτό είναι ακόμη πιο ανησυχητικό.

Δεν είναι περίεργο το πόσο γρήγορα αλλάζουν τα δεδομένα; Πριν μερικά χρόνια αν μας μιλούσαν για λουΐζα, κράταιγος, εχινάτσια, μελισσόχορτο, βαλεριάνα, πασιφλώρα, λάπαθο, αγριμόνιο, μαντζουράνα κι άλλα πολλά θα νομίζαμε πως μας μαθαίνουν νέες λέξεις για την κρεμάλα, το παιχνίδι, όχι την κανονική. Μόνο τη μαντζουράνα παίζει να ξέραμε από τη γνωστή φράση πάθους «μάνα μου, μαντζουράνα μου».

Κι όμως, έφτασε η ώρα κι η στιγμή όχι μόνο να τα γνωρίζουμε αλλά να ξέρουμε και τις ιδιότητές τους, να τ’ αγοράζουμε και να τ’ απολαμβάνουμε στο ζεστό μας σπιτάκι το βράδυ του Σαββάτου.

Το βράδυ του Σαββάτου, εκείνο το πολυπόθητο βράδυ που το λαχταρούσαμε απ’ την Κυριακή το πρωί, όχι πως και τις άλλες μέρες δε γινόταν η κραιπάλη αλλά –όπως και να το κάνουμε– το σαββατόβραδο είχε άλλη αίγλη.

Όσο πιο στριμόκωλο το μαγαζί, τόσο πιο ανεβασμένο κέφι. Στο ένα χέρι το τσιγάρο, στ’ άλλο το ποτό, στον αγκώνα η τσάντα, κάπου παρατημένο το πανωφόρι και το κέφι στα ύψη. Τώρα; Το «πού να τρέχουμε Σαββατιάτικα;» έχει γίνει βίωμα.

Θυμάσαι τις νύχτες που ξάπλωνες στο κρεβάτι και το ταβάνι έκανε κύκλους απ’ το φθηνό κρασί και τα αμέτρητα σφηνάκια; Αυτή τη ζάλη πια τη λένε ίλιγγο και δε χρειάζεται ποτό, είναι αυτόνομη.

Το σίγουρο είναι ένα. Κάθε πράγματα πρέπει να γίνεται στον καιρό του κι από ψυχολογικής άποψης κι από θέμα σωματικών αντοχών. Τόλμα από μια ηλικία κι έπειτα να πίνεις το Ρήνο και το Δούναβη μαζί. Το συκωτάκι σου θα διαμαρτυρηθεί τόσο έντονα που θα του κάνεις το χατίρι, θέλοντας και μη.

Δεν είναι, όμως, μόνο το ποτό και το ξενύχτι, είναι κι η διάθεση, η όρεξη, η κούραση, τ’ άγχη. Οι αρχαίοι ημών ήταν σοφοί. «Φοβού το γήρας ουκ έρχεται μόνον». Φέρνει και παρέα. Όπως κι η Αλίκη: «φεύγουν τα νιάτα μας και χάνονται και μαζί τους φεύγει η ξενοιασιά».

Είναι όμορφο να μεγαλώνουμε αξιοπρεπώς. Άλλο να βλέπεις εικοσάχρονο να χτυπιέται στα μπαρ κι άλλο να βλέπεις άνθρωπο που έχει περάσει τα άντα ή και τα ήντα και να συμπεριφέρεται λες και μόλις πήρε τον έλεγχο του γυμνασίου.

Οι προτεραιότητες, οι στόχοι, τα όνειρα, οι απαιτήσεις, τα γούστα αλλάζουν όσο μεγαλώνουμε. Όταν είσαι μικρός και πας σε μια ταβέρνα, σ’ ένα εστιατόριο –όπως θέλεις πες το–, ό,τι κι να φας καλό θα σου φανεί. Άσε που δεν τα προτιμάς αυτά τα μέρη. Τα ταχυφαγία σου προσφέρουν μια χαρά φθηνό φαγητό, νόστιμο και θα σου μείνουν και λεφτά για ποτάρες. Έτσι δεν είναι; Έτσι δεν ήταν;

Στα χρόνια της ωρίμανσης, το φαγητό θέλεις να το απολαμβάνεις και να το συνοδεύεις με κρασί που να πίνεται κι όχι που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και σ’ εντριβές.

Κάθε φάση της ζωής έχει τη χάρη της. Αν μου έλεγαν πριν δέκα χρόνια ότι θα έβγαιναν τέτοιες κουβέντες απ’ το στόμα μου θα κουνούσα επικριτικά το κεφάλι. Τώρα ξέρω όλες τις καλές συνταγές για ροφήματα, το τσιγάρο πήγε περίπατο, μ’ αρέσει να διαλέγω ποιοτικά κρασιά κι αν έχω να διαλέξω μπαρ ή τσιπουράδικο, θα πάω στο δεύτερο. Το δε δίλημμα Μύκονο ή Λήμνο δεν το θεωρώ καν δίλημμα.

Επιμέλεια Κειμένου Σταυρούλας Φωτιάδου: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Σταυρούλα Φωτιάδου