Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει ο Τάσος Κωτούλας.

 

Κι ήταν ωραία τα καλοκαίρια στη Σύρο. Μπροστά από τα μάτια μας περνούσαν οι πιο όμορφες στιγμές της παιδικής μας ηλικίας, τα ομορφότερα εφηβικά μας βράδια, τα λάθη που κουβαλάμε πια στην πλάτη μας και μας πηγαίνουν πίσω στις πιο ξέγνοιαστες στιγμές μας, τα πιο μεγάλα και  δυνατά χαμόγελα, τις πιο γλυκές αγκαλιές, τα πιο πικρά «αντίο» κάτι απογεύματα του Αυγούστου. Εκεί που ένιωθες να αφήνεις πίσω σου ένα κομμάτι της καρδιάς σου, που δε γινόταν ν’ αναπληρώσεις παρά μόνο όταν θα το ξανάβρισκες κάποιους μήνες μετά. Στα ίδια μέρη, στα ίδια χαμόγελα, τις ίδιες αγκαλιές.

Μέσα στα σοκάκια της παίρνανε νόημα τα βήματά μου, γρατσουνιές είχα μόνο στα πόδια μου. Οι ατελείωτες βόλτες στην παραλία μέχρι το φως να πέσει, όλοι μαζί σε όλα, προτιμούσα να πονέσω βαθιά για να μη χάσω κάποια απ’ αυτά τα αθώα χαμόγελα που με κοιτούσαν στα μάτια και ένιωθα ότι έβλεπα την ψυχή τους. Μα το δικό της χαμόγελο ήταν διαφορετικό.

Εκείνη δεν ήταν σαν τους υπόλοιπους. Το βλέμμα της μου προκαλούσε ρίγος. Όταν συναντιόνταν τα βλέμματά μας κατέβαζα τα μάτια μου στην άμμο γιατί ένιωθα την καρδιά μου να κοντεύει να σπάσει. Μαζί μεγαλώναμε, πιστοί στα καλοκαιρινά μας ραντεβού στο νησί. Τα  χρόνια περνούσαν, μεγαλώναμε, ωριμάζαμε, θέλαμε ο ένας τον άλλον κοντά του χωρίς να ξέρουμε ακριβώς τι πραγματικά θέλουμε. Ώσπου μάθαμε.

Ήταν ένα ζεστό βράδυ τις πρώτες μέρες του Ιούλη και ήμασταν οι δυο μας σε ένα μικρό λιμανάκι κάπως παράμερα. Η καρδιά μου ήταν έτοιμη να σπάσει. Κάθε φορά που την κοίταζα, μπροστά στα μάτια της ήμουν έτοιμος να ξεδιπλώσω ότι είχα καλά φυλάξει τόσα χρόνια μέσα μου. «Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε και πέρασε το χέρι της γύρω από το μπράτσο μου. Ήταν η κατάλληλη στιγμή, πια μου ήταν ξεκάθαρο. «Σκέφτομαι πόσες φορές δείλιασα να σου μιλήσω και το μετάνιωνα κάθε χειμώνα». Τραβήχτηκε και με ρώτησε τι εννοούσα. Σύντομα όμως την κρατούσα αγκαλιά και ανάθεμα τι άκουσε από την καρδιά μου που χτυπούσε σαν τρελή.

Ήταν όμορφη, ήταν πολύ όμορφη. Από τα ξανθά μαλλιά στα γαλανά της μάτια ένας ολόκληρος κόσμος, ο κόσμος μου. Ήταν το βράδυ που δε θα ξεχάσω ποτέ, το φιλί που τόσα χρόνια περίμενα. Ένα παθιασμένο φιλί που με έκανε να χάσω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Φιλούσε υπέροχα. Κολυμπήσαμε μαζί κάτω από το φεγγάρι, κι έμοιαζαν τα συναισθήματα νερό κι εγώ τρύπια βάρκα που έμπαζε και βούλιαζα, μα αυτός ο βυθός ήταν καλύτερος από τις πιο όμορφες στεριές.

Και κάθε μέρα από εκείνο το βράδυ την περάσαμε μαζί. Από τα ήρεμα πρωινά στην παραλία στα απίστευτα βράδια πάλι εκεί γύρω από φωτιές, μαζί με κιθάρες και τους υπόλοιπους να πλέκουμε τους στίχους του πιο ωραίου μας τραγουδιού. Αυτή ήταν για μένα, εγώ ήμουν για εκείνη. Το ξέραμε. Κι ήρθαν άλλα τόσα βράδια που τα περάσαμε οι δυο μας στο λιμάνι, τόσες απογευματινές βόλτες στην παραλία, η στιγμή που τα εφηβικά κορμιά μας έγιναν ένα στα «μείνε λίγο ακόμα» και όλα τα όμορφα λόγια ανταλλάξαμε. Ήταν ό,τι καλύτερο μου συνέβαινε. Ήταν όλα απίστευτα. Από τις στιγμές που την έβλεπα να πλησιάζει αργά προς το μέρος μου μ’ εκείνο το χαμόγελό της, μέχρι που η απόσταση μεταξύ μας γινόταν μείον. Και ήξερε ότι έχει ένα κομμάτι της καρδιάς μου στα χέρια της, κι εγώ το ήξερα αλλά ήταν τόσα αυτά που ένιωθα που το ξεχνούσα. Τόσο ευτυχισμένος ήμουνα που φιλούσα το χαμόγελο που ερωτεύτηκα που όλα τα άλλα φαινόταν ανούσια.

«Ξέρεις κάτι ρε συ, μακάρι να μπορούσα να σου δείξω όλα όσα αισθάνομαι, μακάρι να μπορούσα να μείνω σ’ αυτή τη στιγμή για πάντα. Εσύ δεν είσαι σαν τις άλλες, εσύ είσαι διαφορετική. Ξέρω ότι μπορεί να με πληγώσεις αλλά επίσης ξέρω ότι για σένα αξίζει να υποφέρω»

Εκείνη η αγκαλιά έκρυβε πολύ περισσότερα απ’ όσα τουλάχιστον μπορούσα εγώ να καταλάβω. Εμένα ήταν η μόνη αγκαλιά που με γέμιζε, το μόνο κορμί που ήθελα να κρατάω, το μόνο άγγιγμα που μου ήτανε τόσο οικείο. Εκείνο το βράδυ όλα ήταν διαφορετικά. Κάτι υπήρχε αλλά ήταν δύσκολο να το καταλάβω μέσα σε όλα αυτά που γινόταν και όλα αυτά που ένιωθα. «Πρέπει να φύγω» μου είπε, «θα τα πούμε αύριο».

Και ήρθε το επόμενο πρωί, αλλά εκείνη όχι. Και την έψαξα παντού. Αλλά έμαθα ότι έφυγε. «Δύσκολα τα πράγματα παλικάρι μου, πολλοί φεύγουν για το εξωτερικό, δεν είναι οι μόνοι». Πώς είναι δυνατόν; Πώς μπόρεσε να μου το κάνει αυτό; Πέρασαν μέρες που δεν είχα κουράγιο να πάρω τα πόδια μου, που δεν έβγαινα από το σπίτι. Τουλάχιστον πρόλαβα να της πω όσα ένιωσα, αυτό ήταν το μόνο που με παρηγορούσε. Κι ήταν τόσο ειρωνικό. Ήρθε στη ζωή μου κι έκανε τόσο θόρυβο, και επέλεξε να φύγει τόσο αθόρυβα, κράτησε τις τελευταίες στιγμές μας χαρούμενες χωρίς δάκρυα και πόνο. Μόνο εκείνη.

Κι είναι ωραία τα καλοκαίρια στη Σύρο. Χαζεύοντας πλέον τα τοπία, βλέπω ότι έχω παντού αναμνήσεις που την περιέχουν. Εκείνη όμως δεν είναι εδώ να τις νοσταλγήσει μαζί μου, ούτε θα είναι. Το πιο όμορφο καλοκαίρι, είχε περάσει και πίσω του άφησε σημάδια που δε θα φύγουν. Και είναι πολλά τα χαμόγελα που παραμένουν, να φέρνουν μνήμες από χαρούμενες στιγμές του παρελθόντος, από εκείνες τις αθώες αγκαλιές, τα τρεξίματα και τις βόλτες, αλλά όχι το δικό της.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία του Τάσου και χάρισέ του ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!