Ξημέρωσε. Η καινούρια μέρα τη βρήκε με ένα καφέ στο χέρι καθισμένη στην κουζίνα, κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο σκεπτόμενη όλα αυτά που είχαν συμβεί. Ανάμικτα αισθήματα τριγυρνούσαν στο μυαλό της. Προσπαθούσε να τα βάλει όλα σε μία τάξη. Νευριασμένη και γοητευμένη ταυτόχρονα. Είχε γοητευτεί απ’ τη δυσκολία του, τη μαχητική προσωπικότητά του. Δεν ήταν εύκολος, δεν έμοιαζε με τους υπόλοιπους ηλίθιους που είχαν κάνει παρέλαση τα προηγούμενα βράδια. Άλλωστε, το έλεγε πάντα ότι στα μπαράκια μόνο χαζούς γνωρίζεις.
Κατάλαβε πως αν ήθελε να τον κερδίσει έπρεπε να τον ταλαιπωρήσει, να τον ψήσει όπως την έψησε. Τώρα το στοίχημα είχε πάρει άλλη τροπή. Η νίκη από μόνη της δε θα ήταν αρκετή. Έπρεπε να δώσει τον καλύτερό της εαυτό ή καλύτερα μία καλοστημένη παράσταση. Αυτός ήξερε το παιχνίδι πολύ καλά και της το έδειξε απ’ την πρώτη στιγμή. Τώρα είχε έρθει η σειρά της.
Η ώρα περνούσε, οι χώροι άλλαζαν, οι άνθρωποι γύρω της πηγαινοέρχονταν, αλλά οι σκέψεις της είχαν κολλήσει στο χρόνο. Χτύπησε το τηλέφωνο. Αυτός ήταν, όμως όσο κι αν ήθελε δεν το σήκωσε αμέσως.
– Καλησπέρα. Ήθελα να σου θυμίσω πως μου χρωστάς ένα δείπνο.
– Ορίστε;
– Μου χρωστάς ένα δείπνο. Με κάλεσες για φαγητό σε ένα εστιατόριο κι έφυγες τρέχοντας. Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, πρέπει να επανορθώσεις.
– Δε νομίζω.
– Πάλι θα είσαι αγενής μαζί μου; Ένα δείπνο κι υπόσχομαι πως θα συμπεριφερθώ καλά.
– Σήμερα, σπίτι μου, στις εννιά. Θα σου στείλω σε μήνυμα την οδό.
Όλα πήγαιναν όπως τα είχαν σχεδιάσει. Ήξερε πως την είχε στριμώξει και δεν της έδινε πολλές επιλογές. Θα δεχόταν. Με τα χίλια ζόρια, αλλά θα δεχόταν. Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση και δεν την είχε αφήσει σε ηρεμία. Κάθε φορά της την έμπαινε και πιο άγρια, μέχρι σήμερα. Για σήμερα είχε άλλα σχέδια. «Γεια σου, αυτά είναι για σένα. Είσαι πολύ όμορφη σήμερα», είπε με ένα μεγάλο άνετο χαμόγελο. Την άφησε άφωνη προς στιγμήν. Της ήρθε απότομα αυτό.
– Λουλούδια, κομπλιμέντο. Μάλιστα. Σε ευχαριστώ πολύ, πέρασε.
– Στο είπα. Θα είμαι ευγενικός. Θα ρίξω τις άμυνές μου για να σε γνωρίσω καλύτερα.
– Και να μην ξαναμαλώσουμε, φαντάζομαι.
– Αυτό δε θα με χαλούσε και τόσο. Μαθαίνεις πολλά για τον άλλο από ένα καβγά.
Πέρασαν στο τραπέζι. Τη γλύκανε πολύ με τη στάση του, αλλά δεν είχε σκοπό να σταματήσει την επίθεσή της. Πίστευε πως είναι ένα ακόμη απ’ τα παιχνίδια του. Κάθε φορά που του μιλούσε έβλεπε κι έναν διαφορετικό άνθρωπο. Ενδιαφέρων, με πολλές πιθανότητες να καταντήσει κουραστικός.
– Πώς σου φαίνεται το φαγητό;
– Πολύ καλύτερο από αυτό που έφαγα μόνος στο εστιατόριο μόλις έφυγες.
– Καλύτερα να μην αρχίσουμε πάλι αυτή τη συζήτηση. Δεν έχει νόημα να συζητήσουμε κάτι που δε θα βγάλει πουθενά.
– Αυτό θα το δούμε στο τέλος της βραδιάς. Αν δε φύγεις μέχρι κι απ’ το ίδιο σου το σπίτι.
– Δεν είσαι αστείος.
– Άσε με να προσπαθήσω περισσότερο. Όταν έφυγες απ’ το εστιατόριο πόση ώρα με έβριζες;
– Δεν έχω σταματήσει μέχρι τώρα. Μου δίνεις συνεχώς αφορμές.
– Ας αφήσουμε τα μαχαίρια, λοιπόν, κι ας γνωριστούμε.
– Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι δε σε ξέρω ήδη;
– Έχεις δίκιο. Νομίζω πως με έχεις καταλάβει.
Του χαμογελάει και πριν προλάβει να μιλήσει, τη φιλάει. Σηκώνεται με φόρα απ’ το τραπέζι και τη φιλάει. Της απάντησε με τον τρόπο του. Δεν τον ήξερε και δε θα την άφηνε να τον μάθει τόσο εύκολα. Για μία ακόμη φορά την έφερε εκεί που ήθελε. Αυτή έκατσε και το απόλαυσε. Πάλι είχε το πάνω χέρι, αλλά δεν την ένοιαζε. Ήταν απρόσμενο κι αυτό το έκανε ακόμη πιο ενδιαφέρον, πιο συναρπαστικό.
Απ’ το τραπέζι πέρασαν στον καναπέ κι από εκεί στο κρεβάτι. Είχαν ανάψει τα αίματα, το πάθος τους είχε κατακλύσει. Το απολάμβαναν εξίσου. Ήταν ο απαγορευμένος καρπός, το τέλος ενός στοιχήματος που ήθελαν στην αρχή να κερδίσουν. Στη συνέχεια, είχαν αλλάξει οι στόχοι. Ήθελαν να γνωριστούν, να κερδίσουν επάξια ο ένας τον άλλο και, γιατί όχι, ίσως να συνέχιζαν μαζί. Το σεξ έδινε ένα τέλος, επειδή δεν ήταν σκέτο σεξ. Ερχόταν να επικυρώσει τα αμοιβαία συναισθήματα που έτρεφαν. Δε θα είχαν πια καμία δικαιολογία για να προσπαθήσουν για το μετά.
Μετά το σεξ έμειναν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, σιωπηλοί. Κανένας δεν ήθελε να μιλήσει, να σπάσει τη βολική σιωπή ανάμεσά τους με μία άβολη συζήτηση. Μετά από λίγη ώρα, η Κατερίνα κοιμήθηκε δίνοντάς του την ευκαιρία που έψαχνε. Σηκώθηκε, ντύθηκε και μόλις έφτασε στην πόρτα άφησε ένα σημείωμα που έλεγε πως έπρεπε να πάει στη δουλειά. Το ήξερε ότι δε θα τον πίστευε, αλλά δεν σκέφτηκε κάτι καλύτερο να γράψει. Άφησε το σημείωμα στο τραπέζι κι έφυγε. Στο τέλος είχε προσθέσει και μία συγγνώμη, μία δειλή απολογία που θα του έδινε την ευκαιρία να της ξανατηλεφωνήσει.
Η επόμενη μέρα τη βρήκε στο γραφείο νευριασμένη και το σημείωμα σκισμένο στο καλάθι της κουζίνας. Την πήρε τηλέφωνο η φίλη της για να τη ρωτήσει για το προηγούμενο βράδυ. Περιέγραψε το κερδισμένο στοίχημα, αφήνοντας απέξω τις στενάχωρες λεπτομέρειες που θα την έφερναν σε δύσκολη θέση. Την ίδια ακριβώς συζήτηση έκανε κι ο Νίκος με τον κολλητό του. Είχαν κερδίσει κι οι δύο το στοίχημα με το μόνο που έμενε να ήταν η επιβεβαίωσή του απ’ τις παρέες. Ήθελαν αποδείξεις κι υπήρχε μόνο ένας τρόπος να τις πάρουν.
Μίλησαν την ίδια μέρα μεταξύ τους και με την πρόφαση να γνωρίσει ο ένας την παρέα του άλλου, αποφάσισαν να βγούνε όλοι μαζί για ένα ποτό. Στις δύο άκρες οι παρέες τους και στη μέση αυτοί. Η κάθε παρέα αγνοούσε το στοίχημα της άλλης. Το βράδυ κυλούσε με αστεία και συζητήσεις περί ανέμων κι υδάτων, μέχρι που έφτασε η ώρα. Ο κολλητός του Νίκου προσπάθησε να διαλύσει την αμηχανία της συζήτησης με μία, κατά τα φαινόμενα, ακίνδυνη ερώτηση: «Τελικά, τι τρέχει με εσάς τους δύο;»
– Έλα ρε μαλάκα, δεν είναι ώρα τώρα.
«Εμένα δε με πειράζει», είπε η Κατερίνα ρίχνοντας ένα γρήγορο βλέμμα στην παρέα της.
– Φαντάζομαι ότι θα σας τα έχει πει όλα ο φίλος σας, οπότε δεν υπάρχει λόγος να κρύβομαι. Περάσαμε μία μέτρια νύχτα κι αυτό ήταν.
– Συγγνώμη. Μέτρια;
– Ε ναι. Δεν ήταν κι η καλύτερη νύχτα της ζωής μου. Καλούτσικη ήταν.
Τον χτυπούσε εκεί που κάθε άντρας θα πονούσε, στις σεξουαλικές του επιδόσεις. Του ξεπλήρωνε το φέρσιμό του μπροστά στους φίλους του. Τον ταπείνωσε όπως την ταπείνωσε. «Μπορώ να σου μιλήσω λίγο; Μόνοι μας». Ο Νίκος προσπαθούσε να μαζέψει τα ασυμμάζευτα. Απομακρύνονται λίγο απ’ τις παρέες τους για να μιλήσουν.
– Πες μου.
– Αυτό δε χρειαζόταν να το ξέρω ούτε εγώ ούτε η παρέα μου. Ήταν χτύπημα κάτω απ’ τη μέση.
– Όπως και το σημείωμά σου.
– Ένιωσα άβολα κι έφυγα. Ήταν το καλύτερο που θα μπορούσα να κάνω.
– Θα μπορούσες να φύγεις πριν κοιμηθώ, αλλά μάλλον αυτό θα ήταν χειρότερο για σένα. Τόσο χέστης είσαι;
– Τόσες φορές έφυγες κι εγώ είμαι ο χέστης; Άκου να σου πω, κοπέλα μου, οι άνθρωποι στα δύσκολα έχουν μάθει να φεύγουν. Είμαστε φανερά παραδείγματα.
«Έχεις δίκιο», του πέταξε. Άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού κι έφυγε. Αυτός την ακολούθησε.
– Ως πότε θα τρέχεις; Ακόμα δεν έχεις καταλάβει ότι όσο πιο μακριά τρέχεις τόσο πιο κοντά ερχόμαστε; Θα φύγεις τώρα κι αύριο πάλι θα περιμένεις τηλέφωνό μου. Δεν το καταλαβαίνεις; Αν θες να φύγεις φρόντισε να κλείσεις την πόρτα πίσω σου.
– Έχεις δουλειά αύριο;
– Όχι.
– Πάμε.
Επιμέλεια Κειμένου Θάνου Αραμπατζή: Πωλίνα Πανέρη