Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου είχα ένα χούι: έπεφτα κάτω. Όχι μόνο όταν ήμουν παιδάκι και είχα μόλις μάθει να περπατάω, αλλά και αργότερα. Έχανα την ισορροπία μου και έπεφτα φαρδιά πλατιά σε δρόμους, πεζοδρόμια, σοκάκια. Όπου γης και πατρίς.
Ανισόρροπη δε με έλεγες, μάλλον ατσούμπαλη. Περπατούσα βιαστικά και σαβουριαζόμουνα συχνά, σαν τον σκουντούφλη στα στρουμφάκια. Σπάνια όταν έβρισκα εμπόδια, σίγουρα όταν δεν υπήρχαν.
Άλλοτε την ευθύνη την έριχνα στις στραβές πλάκες του πεζοδρομίου, άλλοτε στα παπούτσια, σπάνια στο δήμαρχο και ποτέ στο κράτος. Ίσως πάλι και να έφταιγε και το ονειροπαρμένο μου μυαλό, που αντί να ασχοληθεί με τα πεζά πεζοδρόμια έπλαθε ιστορίες.
Όσο και αν το έψαχνα ποτέ δεν βρήκα τον υπαίτιο. Έμαθα να ζω με αυτό. Κι εγώ και οι άλλοι.
Οι περαστικοί έτρεχαν να με μαζέψουν, όμως εγώ προλάβαινα και σηκωνόμουν μόνη μου. Τίναζα γρήγορα γρήγορα τα ρούχα μου, μάζευα όσα σκόρπισα, περιποιόμουν τις πιθανές πληγές μου, τους ευχαριστούσα και μετά συνέχιζα το δρόμο μου. Μια φορά έπεσα κάτω, μου έφυγαν τα γυαλιά ηλίου από το κεφάλι και ακόμα τα ψάχνουμε, σα να προσγειώθηκαν σε άλλη ήπειρο.
Οι δικοί μου -γονείς, φίλοι, σύζυγος- το είχαν πλέον συνηθίσει. Πότε άπλωναν το χέρι για βοήθεια, πότε γελούσαν και έλεγαν «ρεζίλι έγινες, σήκω». Κάποιες φορές κοιτούσαν με απορία να βρουν που είχα σκοντάψει.
Όλοι είχαν μια ιστορία να διηγηθούν πως έπεσα στην Ερμού, στη Σωτήρος, σε ένα σοκάκι με πολυκοσμία στη Νάξο μέρα μεσημέρι. «Πάλι καλά που δεν χτυπάς», συμφωνούσαμε και συνεχίζαμε να περπατάμε. Ήταν το μικρό ανέκδοτό μας που το ξέραμε μόνο λίγοι, και το μαρτυρούσαν πάντα τα χτυπημένα γόνατά μου. Έτσι, περνούσε η ζωή και είχαμε όλοι αποδεχτεί τη μικρή μου αυτή αδυναμία.
Ώσπου, μια μέρα άκουσα από μέσα μου μια φωνή. Δεν το ορκίζομαι, αλλά πρέπει να ήταν σαν αυτή που άκουγε η Ζαν Νταρκ πριν την κάψουν. Η φωνή αυτή μου είπε πως απαγορεύεται ρητά να παραπατήσω και να πέσω στα πατώματα, όπως έκανα μια ζωή. Ήμουν βλέπεις έγκυος και μπορούσα μ’ αυτό μου το πέσιμο να τραυματίσω το σποράκι μου. Άρχισα τότε να προσέχω τι παπούτσια θα φοράω και να περπατάω πιο αργά, παρατηρώντας προσεχτικά μία μία τις πλάκες του πεζοδρομίου για να μη σκοντάψω.
Όταν γέννησα πίστεψα ό,τι μπορώ να επιστρέψω και πάλι στην παλιά μου συνήθεια. Όμως η φωνή, μού το απαγόρευσε ξανά. Τότε, βλέπεις κρατούσα στην αγκαλιά μου ένα μωρό και ήταν και πάλι επικίνδυνη για αυτό η όποια πτώση μου. Έτσι, συνέχισα να περπατάω με κομμένη την ανάσα μην τυχόν και πέσω και χτυπήσει το μωρό. Ο καιρός πέρασε και το μωρό περπάτησε και ήμουν τόσο χαρούμενη που κάναμε μαζί τα πρώτα του βήματα.
Και τότε σταμάτησα να προσέχω για να μην σωριαστώ εγώ, γιατί έπρεπε να είμαι όρθια και δίπλα του για να του μάθω να μην πέφτει εκείνο. Του έδειχνα να παρατηρεί τις πλάκες προσεχτικά για να βλέπει ποια προεξέχει και να την προσπερνάει, χωρίς να σκοντάφτει. Μαζί του έβλεπα και εγώ από την αρχή πράγματα που μέχρι τότε δεν είχα ξαναδεί. Τις φορές που έπεφτε, του έδειχνα πώς να σηκώνεται μόνο του, να τινάζει τα ρούχα του γρήγορα γρήγορα και να συνεχίζει.
Βήμα βήμα το παιδάκι μεγάλωσε, έγινε αγοράκι και άφησε το χέρι μου για να τρέξει μόνο του. Και όμως πάλι δεν είχα το δικαίωμα να πέσω. Δεν ήθελα να με δει και να του δώσω το κακό παράδειγμα. Όταν μεγάλωσε και άλλο, μου ζήτησε να του κάνω ένα αδερφάκι. Έγιναν λοιπόν τέσσερα τα ποδαράκια που έπρεπε με αγωνία να προσέχω.
Έτσι, η ζωή και η φωνή μού στέρησαν μία για πάντα το δικαίωμα να χάνω την ισορροπία μου. Μου χάρισαν όμως παιδικά γέλια, τρυφερά δάκρυα και τέσσερα μικρά ματωμένα γόνατα να τους βάζω ιώδιο και να τα φυσάω για να μην τσούζει.
Τώρα πλέον τα δικά μου γόνατα είναι λευκά και καθαρά από χτυπήματα. Πονάνε όμως περισσότερο κάθε φορά που χτυπάνε εκείνα τα δικά τους.