Αν το δούμε αντικειμενικά, ένα καλό έχει όλο κι όλο το καλοκαίρι, και δεν είναι άλλο απ’ τα μπάνια στη θάλασσα. Κατά τα άλλα δεν είναι τίποτε άλλο εκτός από κουνούπια, κατσαρίδες, ιδρώτα κι άπλυτες μασχάλες. Πριν από μερικά χρόνια θα εντάσσαμε και τις καλοκαιρινές άδειες στα θετικά του καλοκαιριού, αλλά τώρα πια το να εργάζεσαι είναι τόσο μεγάλη πολυτέλεια που η άδεια είναι κάτι μόνιμο για τον περισσότερο κόσμο.
Τα μπάνια είναι η διασκέδαση του λαού, λένε. Ειδικά για τις μεγαλουπόλεις, αν δεν έχεις και μεταφορικό μέσο για να σε πάει στις παραλίες, ο κόσμος που συσσωρεύεται στις στάσεις των μέσων μαζικής μεταφοράς θυμίζει σκηνές απ’ τη λίστα του Σίντλερ με τους Εβραίους να συνωστίζονται στα βαγόνια. Και δεν τραβάς όλο αυτό το λούκι για να πας να κάνεις δυο βούτες και να γυρίσεις πίσω. Επίσης, και πάλι σε ό,τι αφορά τις μεγαλουπόλεις, δεν είναι και τόσο «του λαού». Η χρήση των περισσότερων παραλιών έχει παραχωρηθεί σε επιχειρηματίες που εκτός απ’ τις παροχές εντός της παραλίας, χρεώνουν και την είσοδο σε αυτή.
Απ’ τη στιγμή που φτάνεις στην παραλία, η μυρωδιά της θάλασσας κι η αρμύρα σου αλλάζουν κατευθείαν τη διάθεση, όσο χάλια κι αν την είχε κάνει η ποδαρίλα μέσα στο αστικό που σε έφερε μέχρι εκεί. Ο ήλιος φωτίζει μέχρι και τον παραμικρό κόκκο άμμου κι η ζέστη σε κάνει να θες να βουτήξεις μαζί με τα ρούχα.
Θυμάμαι μικρός τις παραλίες πολύ μεγαλύτερες. Όχι, δεν μπάσανε οι παραλίες, απλά ο κόσμος πια είναι πολύ περισσότερος. Θυμάμαι να φορτώνουμε το αμάξι ένα σκασμό τζιριτζάτζουλα, ομπρέλες, ψάθες, φορητά ψυγεία, κουβαδάκια, σκατουλάκια, λες και θα μεταναστεύσουμε. Τώρα πια, τα καταστήματα στις παραλίες προσφέρουν την εναλλακτική, αρκεί να διατίθεσαι να τα πληρώσεις.
Η υπέρτατη τέρψη έρχεται μετά την πρώτη βουτιά, όταν κάθεσαι βρεγμένος και δροσισμένος στην ξαπλώστρα και συνειδητοποιείς ότι έχεις ό,τι χρειάζεται για να νιώθεις πλήρης. Ομπρέλα, ξαπλώστρα, θάλασσα, δροσιά, καφεδάρα. Από ‘κει και πέρα, καθένας τα γούστα του.
Απ’ τους ειρηνικούς λουόμενους, άλλος βιβλίο, άλλος εφημερίδα, άλλος τάμπλετ, άλλος τάβλι, άλλος ύπνο. Απ’ τους βάρβαρους, άλλος ρακέτες, άλλος βόλεϊ, άλλος ποδόσφαιρο. Και κάπου εκεί αρχίζει ο εμφύλιος. Μπάλες διαφόρων διαστάσεων και χρωμάτων γεμίζουν τον εναέριο χώρο πάνω απ’ την παραλία, κινούμενες απειλητικά προς τις ξαπλώστρες. Οι ομπρέλες αρχίζουν να παίζουν το ρόλο των αντιαεροπορικών ασπίδων, κι οι «συγγνώμες» που ακούγονται είναι περισσότερες από τα «παλικάρι, να σου παραγγείλουμε;».
Το χειρότερο με τις ρακέτες δεν είναι το τακα-τούκα που θυμίζει κινεζικό μαρτύριο σταγόνας, αλλά το ότι οι βολές είναι χαμηλές κι η ομπρέλα δε σε προστατεύει. Αν δε σε πετύχει το μπαλάκι, θα σκάσει δίπλα σηκώνοντας άμμο και θα σε κάνει σαν παναρισμένο σνίτσελ έτοιμο για τηγάνι.
Τρία, δύο, ένα. «Τι θα γίνει, ρε παιδιά, με το κωλομπαλάκι; Αν δεν το ‘χετε με τις ρακέτες, παίξτε το πουλί σας να ησυχάσετε κι εσείς κι εμείς». Κι εκεί που νομίζεις ότι η παραλία θα γίνει πεδίο μάχης με αίματα και δόντια στην άμμο, ακούγεται εκείνη η φωνή που σταματά κάθε διαφωνία. «Λουκουμάδες». Όλοι σιωπούν και κοιτούν προς το μέρος του, οι διαφορές ξεχνιούνται, και τσαντάκια αρχίζουν να ψάχνονται για ψιλά. Η διέλευση του πλανόδιου με τους λουκουμάδες κατά μήκος της ακτογραμμής, θυμίζει διέλευση σωματάρχη από στρατόπεδο.
Πέντε βουτιές αργότερα, αν έχεις τη δυνατότητα, παραγγέλνεις μάσα. Αν δεν την έχεις, βγάζεις απ’ την τσάντα τοστάκια, μπισκοτάκια, πατατάκια, ή ό,τι άλλο. Παγωμένες μπιρίτσες που ιδρώνουν απ’ τη ζέστη και στάζουν πάνω στην κοιλία που τόσες ώρες μάταια ρουφάς, σαντουιτσάκια και μεζέδες, συζήτηση με την παρέα και κουτσομπολιό.
Με τούτα και με κείνα, το μεσημέρι πέρασε, επιτέλους χώνεψες το καταπέτασμα που έφαγες κι η παραλία άρχισε να «ξεσκαρτάρει» απ’ τους βιαστικούς. Ο αέρας γίνεται πιο δροσερός, ο ήλιος που όλη μέρα σε έκαιγε σαν πατάτα σε φριτέζα ταχυφαγείου άρχισε να κουράζεται κι επιτέλους το κωλοπαίδι απ’ τη δίπλα ξαπλώστρα που έκλαιγε όλη μέρα λες και το έγδερναν, κοιμήθηκε. Κάπου εδώ αρχίζουν τα καλύτερα.
Έχεις βουτήξει ίσα με είκοσι φορές, κι έχεις στεγνώσει άλλες τόσες. Έχεις ντερλικώσει, έχεις πιει και το μόνο που θες είναι να ακούς τη θάλασσα και να βλέπεις τη διαδρομή του κόκκινου πλέον ήλιου που πάει κι αυτός με τη σειρά του να βουτήξει μέσα της και να χαθεί. Αυτά τα ηλιοβασιλέματα, που ακόμα κι ο καλύτερος κώλος του instagram δε θα τα πιάσει ποτέ σε προβολές και likes, αυτές τις εικόνες της θάλασσας που οι ξένοι πληρώνουν τα μαλλιά της κεφαλής τους για να έρθουν απ’ την πέρα άκρη και να τις απολαύσουν για λίγες έστω μέρες. Εικόνες που θυμίζουν και μυρίζουν μόνο Ελλάδα.
Μια ακόμη μέρα τελείωσε και σε βρίσκει να την αποχαιρετάς στο καλύτερο σημείο του κόσμου. Δεν είναι απλά ένα μπάνιο να δροσιστούμε, δεν είναι απλά μαύρισμα και διασκέδαση, δεν είναι ξεπέτα. Είναι εικόνες, αναμνήσεις, φωτογραφίες, έρωτας, επαφή.
Ένα πράγμα δεν μας έχουν πάρει ακόμα κι είναι ο ήλιος μας και οι θάλασσές μας. Κι ειδικά όσοι δεν την έχουμε και δίπλα, προτιμούμε να φύγουμε με φακούς και να σκουντουφλάμε στα βράχια και τα γαϊδουράγκαθα παρά να χάσουμε έστω κι ένα λεπτό από αυτό που απλόχερα μας προσφέρει.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη