«Θα τον πάρεις, θέλεις δε θέλεις», της είχε πει ο πατέρας της με εκείνο το επιβλητικό ύφος, αφήνοντας την άναυδη κι ανήμπορη ν’ αντιδράσει. Κάπως έτσι ξεκίνησε το μαρτύριο για την Ειρήνη, πριν από περίπου σαράντα χρόνια.
Εκείνη, ήταν ένα κορίτσι δεκαεπτά χρόνων, να το πιείς στο ποτήρι, όπως χαρακτηριστικά έλεγαν στη γειτονιά κι εκείνος, ο υποψήφιος γαμπρός, ήταν σαράντα.
Μεγάλη η διαφορά ηλικίας και το χάσμα μεταξύ τους ακόμη μεγαλύτερο. Η Ειρήνη προερχόταν από μια πολύ φτωχή οικογένεια. Η μητέρα της ήταν μοδίστρα και ο πατέρας της είχε το καφενείο της γειτονιάς, όπου τα καλοκαίρια η Ειρήνη δούλευε για να τον ξεκουράζει λίγο. Εκεί την είδε για πρώτη φορά ο Γιώργος.
Οικονομικά ευκατάστατος, με δικό του σπίτι, μοναχογιός με μια κληρονομιά μεγάλη, καθ’ ότι ο πατέρας του ήταν από τους μεγαλύτερους εμπόρους της Βόρειας Ελλάδας. Πήρε την απόφαση τότε να μιλήσει στην προξενήτρα της γειτονιάς, που τύχαινε να είναι και φίλη της μητέρας της.
«Κυρ- Πασχάλη, έχω ένα πολύ καλό παιδί που ενδιαφέρεται για την κόρη σου, από καλή οικογένεια, με πολλά λεφτά, θα σας χρυσώσει όλους αν τη δώσεις.»
Ο χρόνος που χρειάστηκε ο κυρ- Πασχάλης, ήταν μόλις μια μέρα. Την επομένη συναντήθηκαν, έδωσαν τα χέρια και η συμφωνία έκλεισε.
Τη φώναξε το βράδυ στο μπαλκόνι να μιλήσουν οι δύο τους, της ανακοίνωσε πως σε ένα μήνα παντρεύεται. Και τι δε της είπε, πως θα περνούσε ζωή χαρισάμενη, με τα ταξίδια της, με τα λούσα της, με το δικό της σπίτι.
Της είπε πως αυτή ήταν η ευκαιρία της ζωής της και πως κανένας δε θα δεχόταν να τη παντρευτεί τόσο φτωχή που είναι και πως θα έμενε στο ράφι. Πως αυτό έπρεπε να κάνει για να βοηθήσει τον εαυτό της και κατ’ επέκταση την οικογένεια της.
Εκείνη σάστισε, άρχισε να κλαίει και να φωνάζει πως αυτός ο γάμος δε θα γίνει ποτέ. Της άστραψε ένα χαστούκι και την κλείδωσε στο σπίτι, μέχρι και την ημέρα που έγινε ο γάμος.
Μια μέρα που η Ειρήνη δε θα ξεχάσει ποτέ στη ζωή της. Μετά από δεκαπέντε χρόνια δυστυχίας, πήρε την απόφαση να χωρίσει. Μάζεψε τα πράγματα της, πήρε και τα δύο της παιδιά κι έφυγε μακριά από όλους.
Δυστυχώς τα παλιά τα χρόνια το φαινόμενο του προξενιού ήταν πολύ διαδεδομένο. Νεαρά κορίτσια, κυρίως από φτωχές οικογένειες, έπεφταν θύματα μιας τέτοιας «συναλλαγής». Κύριοι μεγαλύτερης ηλικίας, ευκατάστατοι, όχι πάντα ευπαρουσίαστοι, έψαχναν μέσω προξενήτρας ευκαιρίες, όπως η Ειρήνη.
Οι γονείς προφασιζόμενοι το καλό του παιδιού τους, τα χρησιμοποιούσαν ως μέσο για να κάνουν καλή ζωή, έδιναν την ευχή τους με ελαφρά την καρδία, προκειμένου να γίνει ο πολυπόθητος γάμος, αδιαφορώντας για το μέλλον που μπορεί να έχουν.
Αγνοούσαν τα συναισθήματα του θύματος (της νύφης), την αντιμετώπιζαν σαν ένα αντικείμενο προς πώληση, με σκοπό το κλείσιμο της τέλειας εμπορικής συμφωνίας.
Συμπεριφέρονταν, λες και το παιδί τους ήταν κτήμα τους και θεωρούσαν πως είχαν το δικαίωμα να πάρουν οποιαδήποτε απόφαση θεωρούσαν αυτοί σωστή. Το ότι δεν τους έζωναν τα φίδια το βράδυ που ξάπλωναν, ενώ την ίδια στιγμή, ένας μεσήλικας γεροξεκούτης λιγδιάρης άπλωνε χέρι σε μια ευάλωτη ψυχή, με βγάζει από τα ρούχα μου.
Και εκείνες που είχαν το ρόλο της προξενήτρας, πόσο άθλιες γυναίκες μπορεί να ήταν; Ποιος λογικός άνθρωπος θα προέτρεπε σε έναν πατέρα(ελεεινό πατέρα κατά την άποψη μου), να δώσει την κόρη του σε έναν τόσο μεγαλύτερο άντρα;
Πιστεύω το εξής και είμαι απόλυτη σε αυτό, αν δεν έχεις τα εφόδια, αν δεν είσαι ικανός να μεγαλώσεις παιδιά, αν η ζωή σου τα έφερε έτσι και δεν μπορείς να φροντίσεις ούτε καν τον ίδιο σου τον εαυτό, μην κάνεις παιδιά.
Τα παιδιά, δεν είναι αντικείμενα αγοραπωλησίας, ζωντανές ψυχές είναι, που θέλουν αγάπη και φροντίδα, όχι να τα δίνουμε στον κάθε τυχόντα που θέλει να συνεχίσει το όνομα του έναντι αμοιβής.
Όλοι αυτοί οι γονείς, που οι περισσότεροι έχουν φύγει από τη ζωή, εύχομαι να πρόλαβαν να ζητήσουν ένα τεράστιο συγνώμη από τα παιδιά τους, που τα θυσίασαν για μια καλύτερη ζωή, που ποτέ όμως δεν είχαν.
Αν και για να είμαι ειλικρινής, εγώ αν ήμουν στη θέση αυτών των κοριτσιών δε θα δεχόμουν ποτέ τη συγνώμη τους. Γιατί μια συγνώμη δε θα ήταν ικανή να κλείσει τις πληγές μου.