Οι καλύτερες αποφάσεις είναι αυτές που παίρνεις στο λεπτό.

Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας και είπαμε «ναι» στη συγκατοίκηση. Δύο φίλες, μαζί. Η Τόνια κι εγώ. 

Γιατί πώς να το κάνουμε, είναι υπέροχο να γυρνάς σπίτι μετά τη δουλειά και να είναι κάποιος εκεί, ακόμα κι αν κοιμάται. Είναι ωραίο να τρως με παρέα και να συζητάς τα νέα της ημέρας. Είναι χρήσιμο, γιατί όταν πας να κάνεις το λάθος, ένα χέρι θα σε συγκρατήσει κι όταν πέσεις, το ίδιο χέρι θα σε σηκώσει.

Για μένα ήταν η έκτη μετακόμιση. Όσοι ξέρουν από μετακομίσεις είμαι σίγουρη πως με νιώθουν τώρα που διαβάζουν αυτές τις γραμμές.

Από την Αθήνα στη Ρόδο, από το πατρικό στο μεγάλο έρωτα, απ’το χωρισμό πίσω στο πατρικό, μετά πάλι στην ελευθέρια, μετά πάλι στο πατρικό και τώρα συγκατοίκηση.

Καθώς έφτιαχνα (για ακόμη μία φορά) τα πράγματα μου βρήκα μέσα στο πατάρι ξεχασμένα φουστάνια και βιβλία που νόμιζα ότι τα είχα χάσει.

Παιδικές φωτογραφίες απ’τα χρόνια στην Αθήνα, με σοσονάκια και κλαρωτές φουστίτσες, σιντί μέσα στη σκόνη και την υγρασία του παταριού που τελικά είναι σώα και αβλαβή και θα τα παίξω στην εκπομπή.

Δυστυχώς όμως οι μετακομίσεις και το ψάξιμο στις κούτες, στην αποθήκη, στο υπόγειο και στο πατάρι μπορούν να ξεθάψουν αναμνήσεις κι αισθήματα που είχες παλέψει με το χρόνο και τους δαίμονές σου για να ξεχάσεις.

Και κάπως έτσι, ξανασυνάντησα εσένα.

Βρήκα το δαχτυλίδι που μου είχες χαρίσει με το όνομά σου χαραγμένο. 

Βρήκα τις πετσέτες μας, τα σεντόνια μας. Βρήκα τις ροζ κάλτσες μου με τις γάτες, που φορούσες για να με κάνεις να γελάω. 

Και άρχισαν οι μικρές εκρήξεις μνήμης στο κεφάλι μου.

Μετά τα υλικά άρχισα να θυμάμαι και συναισθήματα. Αυτό ακριβώς που φοβόμουν.

Το πρώτο βλέμμα, το πρώτο φιλί, το πρώτο σεξ, το πρώτο φαγητό στο σπίτι μας, τον πρώτο τσακωμό, τα δάκρυα όταν χωρίσαμε. 

Και είναι τόσο άδικο αυτό. Εγώ να βρίσκομαι ακόμη στην πόλη που αγαπηθήκαμε, με όλα τα  συμπράγκαλά μας κι εσύ να έχεις φύγει απ’τη χώρα χωρίς μια φωτογραφία μου.

Α ναι, ξέχασα, βρήκα και τις φωτογραφίες μας. Τις ψηφιακές τις είχα σβήσει, αλλά με περίμεναν οι άλλες, οι παλιές στη γωνία, κι εκείνη η μεθυσμένη polaroid απ’το δεύτερο βράδυ μας.

Μωρέ καλά έκανα και πετούσα πάντα όλα τα δωράκια των πρώην. Σβήσιμο, delete και πάμε να φτιάξουμε νέες αναμνήσεις!

Κράτησα τα δικά σου και τί κατάλαβα; Κατακόκκινα μάτια και μύτη, σαν το Ρούντολφ. (μέρες που είναι).

Με μισή καρδιά τα πέταξα κι αυτά.

Και το δαχτυλίδι και τα σεντόνια και τις πετσέτες και τις ροζ κάλτσες. Σε κουβαλάω που σε κουβαλάω μέσα μου, ας μη σ’έχω και γύρω μου.

Στην επόμενη μετακόμιση θα κρατήσω μόνο την προίκα μου. Τα σιντί και τα βιβλία μου. 
Και τα εισιτήρια απ’τα ταξίδια μου. Μ’αυτά νιώθω πλούσια. Εντάξει, έχω και τις αναμνήσεις αλλά τις αφήνω τακτοποιημένες στα συρταράκια τους. Πως το’λεγε ο Τσακνής;

«Η μνήμη σαρώνει τη σκέψη» και τη θολώνει, να προσθέσω εγώ. 

Καλύτερα να φαντάζεσαι το μέλλον παρά να νοσταλγείς το παρελθόν. 

 

Συντάκτης: Γεωργία Χατζηγεωργίου