Απόψε στο φιάσκο της ζωής σου τα θυμήθηκες όλα. Όσους ήρθαν, έφυγαν και σε ρήμαξαν.

Παίρνεις ρόλο μαζοχιστή για να χτυπήσεις αδυσώπητα εσένα. Ουρλιάζεις μα δε σ’ ακούει κανείς. Το δάκρυ κορόμηλο. Κατεβάζεις παντζούρια και κλείνεις διακόπτες. Στην πόρτα κρεμάς «no entry». Προσπαθείς να μετρήσεις τις πράξεις τους και τελικά μετράς τα λόγια τους.

Λόγια χιλιοειπωμένα που τελικά γίνονται πλατινένια.

Ξεθάβεις από το συρτάρι όλο το παρελθόν. Σε μεθάει. Όχι το παρελθόν, το κόκκινο κρασί που πίνεις. Αυτό που πίνατε τότε, θυμάσαι;

Ανοίγεις το λαμπατέρ που σου δώρισε. Βάζεις να παίξει το cd με μια εξαιρετική αφιέρωση πάνω για ότι πιο σπάνιο συνάντησε σε σένα. Εκείνη η φωτογραφία σε κοιτάζει ώρα τώρα να σου θυμίζει ότι δεν έχει λόγο να στέκει εκεί.

Πού να ‘ναι αυτοί που σου τάξαν να μη φύγουν ποτέ;

Πώς στα δύσκολα μοιάζουν όλοι χιλιόμετρα μακριά κι ας μένουν στο επόμενο στενό;

Να την! Η ανάγκη σου να κουρνιάσεις πάλι στον κόσμο των άλλων.

Ώρα 1:37, αποκαλείς τον εαυτό σου μπαγάσα.

2:16, Ξαπλώνεις τελικά με τα χέρια γύρω από το σώμα και το αγκαλιάζεις σφικτά.

3.59, Σφίγγεις τα μάτια για να διώξεις εικόνες και μες το δάκρυ σου σκας ένα χαμόγελο πίκρας.

4.08, Κοιμάσαι.

Έτσι κρυφά τις νύχτες γίνεσαι για σένα σύντροφος, φίλη, κόρη, αδελφή. Για ‘σένα.

Όταν έχουμε το ενδιαφέρον και την προσοχή των άλλων καλύπτουμε μια βασική ανάγκη, αυτή της εγκατάλειψης.

Αν δεν είχε αυτή την ανάγκη ο άνθρωπος δεν θα γράφονταν τόσα τραγούδια, δεν θα υπήρχαν τα συναισθήματα, δεν θα υπήρχε το αλκοόλ ούτε τα μπαράκια, δεν θα υπήρχαν καψούρηδες να ξημεροβραδιάζονται Ÿ ούτε θα τραντάζαμε στο κλάμα με το που έφευγε η μάνα μας όταν ήμασταν τριών γιατί στο τοσοδούλι ανώριμο και παιδικό μυαλουδάκι μας θα μας εγκατέλειπε για πάντα.

Δεν είσαι τριών πια. Έγινες ενήλικο γαϊδούρι.

Γιατί είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθεί το ενήλικο γαϊδούρι ότι κάποιος τον εγκαταλείπει στα δύσκολα, δεν τον θέλει, δεν τον γουστάρει, δεν του κάνει κούκου πια ή τέλος πάντων δεν ταιριάζουν τα χνώτα τους; Επειδή εσύ τα βρήκες σκούρα δηλαδή, αυτός να τσακιστεί να έρθει για τα αναφιλητά της παρηγοριάς;

Το πιο πιθανό σενάριο είναι το εξής: να μη σε θέλει κοντά στα δικά σου δύσκολα. Ναι, του στάθηκες. Ναι, περάσατε τόσα πρωινά να λέτε για τα τραυματικά παιδικά σας χρόνια και τις τραγελαφικές καταστάσεις της εφηβείας. Έχετε πιεί κι όλο το Βόσπορο σε σφηνάκια. Το καταλαβαίνω. Σωστά, έχετε ακούσει το τσιγάρο και τη κουβέρτα στα δύο και το κάνατε πράξη.

Η μεμψιμοιρία δεν ωφέλησε ποτέ κανέναν, γι’ αυτό θα συνεχίσω το βιολί συνοδεία με το μπεγλέρι μου.

Στην ενηλικίωση, λοιπόν, όταν αισθανόμαστε πως δεν έχουμε την προσοχή των άλλων, την αποδοχή ή το ενδιαφέρον τους, την αγάπη τους ή την κριτική τους (καλή – κακή δεν έχει σημασία), όταν δεν διαφωνούμε ή συμφωνούμε με τους γύρω μας, τότε ποιοι είμαστε;

Γι’ αυτό υπάρχουν τα κόμματα, οι θρησκείες, οι ό,τι λογής κοινωνικές ή ψυχαγωγικές ομάδες Ÿ για την ανάγκη να ανήκουμε κάπου (κι ας το αποκαλείς ενδιαφέρον, πίστη, χόμπι, φιλία, αγάπη).

Έχουμε ορίσει αυτόνομα το σημείο αναφοράς μας να ξεκινά και να καταλήγει στους άλλους. Στην υποψία και μόνο ότι είμαστε μόνοι στα δύσκολα, μεγαλώνει η ανάγκη για να απαγκιστρωθούμε.

Μετά την εξαφάνιση των απανταχού απόντων στις δικές σου δύσκολες στιγμές, μετατρέπεις τον πλούσιο κοινωνικό σου περίγυρο σε μια μικροκοινωνία.

Έτσι υπογράφεις τον επικήδειο των στιγμών σας. Έτσι απομυθοποιείς τα σημειώματα, τις φωτογραφίες, τις αναμνήσεις κι εκείνο το cd.

Σύμφωνα με τον αγαπημένο Jorge Bucay, «Δεν μπορείς να ψάχνεις έξω αυτό που έχασες μέσα».

Ξύπνα! Δεν είσαι μόνος. Είσαι μαζί με ‘κείνο το είδωλο που πήρε το μάτι σου πριν στον καθρέφτη.

Σου έχω ένα νέο. Θα ‘ναι ο συγκάτοικος που έψαχνες. Θα ‘ναι ο σύντροφος. Ο φίλος.

Αυτός ο ένας που θα σας χωρίσει ο θάνατος. Μάθε να τον αγαπάς.

Θα ερμηνεύσω αλλιώς την «Ιθάκη» του Καβάφη και θα σου πω ότι η πορεία γι’ αυτήν είναι η πορεία να ανακαλύψεις τον εαυτό σου.

Μάθε πώς είναι, όχι να πετά η καρδιά στα ψηλά, όχι να βουτά στα βαθιά, μα πώς η καρδιά περπατάει στη στεριά. Με άλλα λόγια, γειώσου.

Δεν είσαι αψεγάδιαστος. Κανείς δεν είναι. Μέσα από την πορεία σου να μάθεις να μισείς εσένα, να απογοητευθείς από ‘σένα. Αν φτάσεις στον πάτο η επόμενη κίνηση είναι προς τα πάνω.

Έμαθες καλά τους άλλους, εσένα θα φοβηθείς;

Για να καψουρευτείς τη ζωή χρειάζεται πρώτα η καψούρα με τον εαυτό σου.

Καψούρα με τη μεγάλη σου μύτη, καψούρα με το αλλήθωρο δεξί σου μάτι, με την τριχωτή ελιά πάνω από τα χείλη, καψούρα με τον κώλο-πιθάρι σου (ό,τι διαθέτει ο καθένας).

Μάθε να εξαρτάσαι από εσένα. Να ανήκεις σε ‘σένα. Να ανήκεις σε ό,τι είδες, άκουσες, γεύτηκες, μύρισες, άγγιξες.

Το ζητούμενο είναι ένα. Να μην αισθάνεσαι μόνος ακόμα κι αν γύρω σου επικρατεί εκκωφαντική σιωπή.

 

Συντάκτης: Μαρία Παναγιώτου