Δίνοντας όνομα σε κάτι το περιορίζεις και το καθορίζεις, το κάνεις κάτι συγκεκριμένο.
Το αφαιρείς από τη φαντασία σου, διώχνεις τη δική του αύρα, του δίνεις σχήμα, μορφή και σκελετό.
Βαρέθηκα τα συγκεκριμένα, λογικά τετραγωνισμένα, στεγνά πράγματα.
Εγώ θέλω κάτι να πλανιέται στον αέρα. Ελεύθερο. Άπιαστο. Να μην το εγκλωβίζω με γράμματα, παρά μόνο να το νιώθω να φουσκώνει μέσα μου και να γεμίζει το είναι μου. Να με κάνει να νιώθω ζωντανή.
Προχθές, βρέθηκα να περπατάω την άδεια Τσιμισκή στις τέσσερις το πρωί.
Πέρασε από μπροστά μου ένας τυπάς που έκανε ποδήλατο και τον χάρηκε η ψυχή μου. Για κάποιες μικρές στιγμές έκλεινε τα μάτια του και ρουφούσε ζωή. Πώς να περιγράψεις με μια λέξη αυτό το συναίσθημα; Δεν το αδικείς;
Περίεργο που νιώθω αυτή την ανάγκη, ειδικά από τη στιγμή που έπαιζα με τις λέξεις από μωρό.
Τις έβαζα μπροστά μου για προστασία, για άμυνα αλλά και επίθεση, για να κρύβομαι, να παρηγοριέμαι, να ερωτεύομαι, να απαιτώ. Θυμάμαι μάλιστα, ότι με τη λογική που μου υπαγόρευαν τα τρία μου χρόνια τότε, είχα ρωτήσει με σοβαρότητα τη μητέρα μου σε ποιο σχολείο μαθαίνουν τις κακές λέξεις για να πάω. Ήθελα να τις ξέρω όλες. Πώς αλλιώς θα συνεννοούμαι;
Κι έφτασα στο σημείο να μη θέλω να μάθω άλλες. Κι αυτές που ήδη ξέρω, να τις θεωρώ στην πλειονότητά τους άχρηστες. Να θέλω να συνεννοούμαι αλλιώς.
Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να καταλάβω ότι το σχολείο σου μαθαίνει μονάχα τα άκρως βασικά. Δεν ήταν το σχολείο που με δίδαξε να μεθάω από ελευθερία πάνω σε μια μηχανή.
Ούτε θυμάμαι να μου έμαθε λέξη, για τότε που ήθελα να ακουμπήσω την ψυχή μου σε ένα πιάτο.
Γι’ αυτό δε θέλω να προσδιορίσω ούτε εσένα, εμένα, τη μεταξύ μας σχέση.
Δε θέλω να βάλω ταμπέλα ρε παιδί μου. Δε τις γούσταρα ποτέ τις ταμπέλες.
Μου αρκεί που σε κοιτάζω και καταλαβαίνεις τα πάντα χωρίς να τ’ ανοίγω το ρημάδι.
Τη σιωπή, μόνο οι άνθρωποι που γνωρίζονται καλά, σε βάθος, μπορούν να τη σηκώσουν. Κι αυτό γιατί έχουν βρει άλλους τρόπους επικοινωνίας. Πιο αθόρυβους και πιο ουσιαστικούς. Ένα άγγιγμα, ένα βλέμμα, ένα μειδίαμα.
Συγνώμη, αλλά δε μπορώ να χωρέσω τον τρόπο που με κοιτάς, τον τρόπο που κουμπώνω πάνω σου, τον τρόπο που ξέρεις τι να πεις και πότε, στη λεξούλα «σχέση».
Εμείς δε σχετιζόμαστε απλά.
Κι εσύ αρπάζεσαι από τη γαμημένη τη λεξούλα σα να είναι σανίδα σωτηρίας, ασφάλεια, η ασφάλεια ζωής σου. Να πάρεις τη σχέση σου και να τη βάλεις εκεί που ξέρεις. Αυτές οι λέξεις δεν είναι για μας.
Οι λέξεις που μας ταιριάζουν, δεν είναι πουθενά γραμμένες μωρό μου.