Αναπολείς κι αναρωτιέσαι. Χαμογελάς και στεναχωριέσαι. Κοιτάς κι αμέσως αντιλαμβάνεσαι την ψευδαίσθηση. Βυθίζεσαι στον οίστρο και στον υποκριτικό τόνο που κρύβει κάθε λέξη ενθουσιασμού προς το πρόσωπό σου. Αναφερόταν σε σένα με τα πιο όμορφα λόγια. Τα λόγια ενός ερωτευμένου. Νόμιζες.
Θυμάσαι τώρα να ανοίγεις τα αυτιά σου και τα μάτια σου για να μη σου ξεφύγει τίποτα απολύτως. Ήταν προορισμένα για σένα εκείνα τα λόγια. Τα δάκρυα τώρα γυρνούν προς τα μέσα και προσπαθείς να σκεφτείς τη δική σου μορφή μαζί με τη δική του. Αμυδρά, τα έχεις διαγράψει όλα γιατί ήταν όλα ψέματα. Αν όχι όλα, σίγουρα ελάχιστα ήταν αλήθεια.
Πολύ καλό για να ‘ναι αληθινό. Ένα γράμμα που έχει πολλή αγάπη, πολλά φιλιά και πολλή στοργή. Με γράμματα προσεγμένα και στρογγυλά, επιτηδευμένα καλλιγραφικά. Σε αγαπάει και σε ερωτεύτηκε ξαφνικά, με μυστήριο τρόπο, κεραυνοβόλα. Έτσι διαβάζεις. Έτσι έγραψε.
Παρακάτω γράφει να μη φύγεις ποτέ απ’ τη ζωή του ακόμη κα αν σε διώχνει αυτός ο ίδιος, ακόμη κι αν συμβεί κάτι πολύ άσχημο, σε παρακαλάει να μη φύγεις γιατί δε θα μπορέσει να ξαναγαπήσει κάποιον άλλο όσο εσένα.
Κι εσύ το πιστεύεις και σχηματίζεται ένα τόσο όμορφα αγνό χαμόγελο στο πρόσωπό σου. Κάνεις όνειρα, έτσι; Για μια ζωή μαζί με έναν άνθρωπο που σε αγαπάει πολύ και τόσο δυνατά, κατά τα λεγόμενά του πάντα.
Σκέφτεσαι, δε γίνεται να μου πει ψέματα, δε θα τα έγραφε τόσο ωραία κι άσε τα γράμματα, δε γίνεται να μου λέει ψέματα όταν με κοιτάει βαθιά μέσα στα μάτια μου. Δε θα με αδειάσει ποτέ.
Φίλα με, του φωνάζεις και νιώθεις αυτό το χλιαρό συναίσθημα. Προσπαθείς να το αγνοήσεις αλλά δε γίνεται. Δε θα μπορέσεις ποτέ να πείσεις το σώμα σου να δεχτεί κάτι που δε θες. Το σώμα σου σου φωνάζει την αλήθεια, θες-δε θες.
Οι αυταπάτες είναι μέρος της ζωής μας. Θέλουμε και τις πιστεύουμε. Μη λυπάσαι τον εαυτό σου και σταμάτα να πιστεύεις πως σε ξεγέλασε γιατί κατά βάθος μόνο εσύ ήθελες να τον πιστέψεις. Πάντα εσύ, κανείς άλλος.
Δεν αναγνώρισες πως ήταν ένας άνθρωπος δειλό; Δεν αναγνώρισες ούτε τότε που τον έπιασες να σου λέει ψέματα και τον συγχώρεσες; Ούτε τότε που σε έναν καβγά σας, σε έβλεπε να λυγίζεις και να κλαις αλλά δεν άπλωσε το χέρι, δε μάζεψε τις λέξεις του. Συνέχισε μέχρι να ακούσει πως είχε δίκιο. Μπορούσε να σου πει όλα τα παραμύθια του κόσμου για να καταφέρει να σε πείσει. Ούτε τότε το κατάλαβες; Ούτε τότε που σκεφτόταν πρώτα τον εαυτό του και μετά εσένα; Ούτε τότε που σου συνέβη κάτι συνταρακτικό κι εκείνος απλά αδιαφόρησε;
Το ήξερες. Το γνώριζες, ίσως όχι απ’ την πρώτη στιγμή επειδή σου δίνω το δικαίωμα της αμφιβολίας ή ακόμη και της ηθελημένης άγνοιας, αλλά μετά από λίγο το αναγνώρισες. Δεν ήταν ο έρωτας που έψαχνες. Ο έρωτας που βιάστηκες να τον ονομάσεις. Ήταν ένας περαστικός, μια απουσία. Δε θα έμενε πολύ ακόμα, δε θα του έδινες αυτό το δικαίωμα.
Μελαγχολείς που φανερώθηκε. Πίστευες σε κάποιο ύστατο θαύμα. Θα ‘θελες να τον κρατήσεις αλλά οι άνθρωποι δεν αλλάζουν κι η ψευδαίσθηση δεν έχει χώρο στη ζωή σου. Σαφώς κι οι ψευδαισθήσεις ανήκουν σε έναν τόπο κεκλεισμένων των θυρών μακριά απ’ την πραγματικότητα. Δε γίνεται να κουβαλάς την αβεβαιότητα στο παρόν σου. Μπερδεύτηκες ή κι όχι, σβήσε μονομιάς τα ίχνη μιας παροδικής θύελλας που προσπάθησε να σου αναστατώσει τη ζωή. Στην ουσία ποτέ δε στην αναστάτωσε απλά προσπάθησε να κλέψει λίγο απ’ το χρόνο σου με δόλο και λίγη απ’ την ομορφιά της ψυχής σου με κακοήθειες.
Δε ρισκάρουμε το φως για κανένα σκοτάδι που μας καταντά παντοτινά τυφλούς. Διώξε μακριά τις παραισθήσεις, δε χρειάζεται να ζαλίζεσαι με ψέματα και κολακείες. Τα πραγματικά παθιασμένα φιλιά έχουν την αίσθηση της μονιμότητας, ποτέ τα κούφια λόγια.
Το «σ’ αγαπάω» είναι η δυναμική ενός τρελού λαμπερού κι ασίγαστου ονείρου. Είναι βήματα κι αγγίγματα. Μπερδεμένες απροβάριστες κουβέντες, όχι καλοστημένα φιάσκα, όχι παρακάλια, όχι ψίχουλα.
Επιμέλεια Κειμένου Όλγας Παραπραστανίτη: Πωλίνα Πανέρη