Αρχικά θα’ θελα να απευθυνθώ στους φιλόζωους. Σε αυτούς οι οποίοι λατρεύουν τη συμβίωση με τετράποδα τριχωτά σκυλάκια, με πολύχρωμα φτερωτά παπαγαλάκια, με ναζιάρικα σκανταλιάρικα γατιά, με εντυπωσιακά φιδάκια. Έχετε προσέξει πως σχεδόν όλα τα ζωάκια -ανεξαρτήτως είδους- δύσκολα χορταίνουν -ειδικά όταν πρόκειται για νέες γεύσεις και λιχουδιές; Φέρτε στο μυαλό σας την τελευταία φορά που φέρατε φαΐ σπίτι και -ως συνήθως- ο μικρός, πανέξυπνος τετράποδος μπόμπιρας έτρεξε από πίσω σας ζητώντας να δοκιμάσει. Του κάνατε το χατίρι -και μια και δυο και περισσότερες φορές- και συνειδητοποιήσατε πως κάθε φορά η λαιμαργία παρέμενε ίδια ή γινόταν μεγαλύτερη. Μήπως είναι ένας άγραφος κανόνας του ζωικού βασιλείου να μη χορταίνουν εύκολα τα ζώα; Σάμπως κι εμείς οι άνθρωποι το ίδιο δεν κάνουμε συχνά-πυκνά; Αχόρταγα τα ζώα στο βασίλειό τους, αχόρταγοι κι εμείς στο δικό μας -στη ζωή μας και στα αισθήματα.
Σε μια εποχή αμφίρροπη, τα πράγματα γίνονται όλο και πιο περίπλοκα. Υπό ουτοπικές συνθήκες θα έπρεπε οι περισσότεροι από εμάς να είμαστε απόλυτα ευχαριστημένοι με όσα έχουμε μέχρι στιγμής στην κατοχή μας, στον κόσμο μας, στην καθημερινότητά μας. Αλίμονο αν δεν μπορούμε να αντέξουμε και παραπονιόμαστε όταν ο μέσος σύγχρονος άνθρωπος έχει την ψυχαγωγία του, την ξεκούρασή του, ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι του, μερικά χρήματα, εργασία, ανθρώπους δικούς του τριγύρω -στοιχεία που αν μη τι άλλο συνιστούν ευημερία και συνεπώς οδηγούν σε σχετική ικανοποίηση. Παρ’ όλα αυτά σε αυτή την εποχή που τόσες ανάγκες μας είναι ήδη καλυμμένες, ο κόσμος ίσως αισθάνεται περισσότερο μετέωρος από ποτέ. Η τεράστια γκάμα επιλογών μάς προκαλεί ένα είδος άγχους, γιατί θέλουμε να τα δοκιμάσουμε όλα και να μη μείνουμε πίσω από τους άλλους. Αμφιταλαντευόμαστε και βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την αβεβαιότητα, την ανασφάλεια και ένα πρωτόγνωρο στρες που εν τέλει οδηγεί σε ανικανοποίηση και «αδηφαγία.»
Μήπως ως ένα βαθμό έχουμε χάσει το μέτρο και ζούμε για την υπερβολή; Η λαιμαργία θεωρείται ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα με τον -αν μη τι άλλο- ξακουστό δαίμονα Βελζεβούλ να την εκπροσωπεί. Έρχεται σε σύγκρουση με το αρχαίο ρητό σύμφωνα με το οποίο όλα καλό είναι να γίνονται με μέτρο. Η λαιμαργία σαν έννοια όμως μπορεί να ερμηνευθεί με αναρίθμητους τρόπους. Ένας σύγχρονος μέσος άνθρωπος ίσως να αποτελεί την ιδανική ρέπλικα της φανταστικής φιγούρας που περιγράφηκε στον πίνακα του Ιερώνυμου Μπος σχετικά με τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Ένα μοντέρνο άτομο που συμβαδίζει με μια συγκαιρινή εποχή ζει σ’ ένα ακατάπαυστο σύννεφο υπερβολής -είτε αυτή αφορά το φαγητό, το ποτό, τις καταχρήσεις, ακόμη και τον έρωτα. Ο κόσμος σήμερα καταναλώνει περισσότερο φαγητό και ποτό σύμφωνα με στατιστικές αναλύσεις της τελευταίας εικοσαετίας. Οι άνθρωποι τείνουν να έχουν ευκολότερη πρόσβαση σε ουσίες, ήδη από σχετικά νεαρή ηλικία. Κάποιοι «ερωτεύονται» και «ξενερώνουν» με την ίδια ευκολία που αλλάζουν κανάλι. Η σύγχρονη κοινωνία ελέγχεται από κουμπιά αφής που ρυθμίζουν μια κατευθυνόμενη ζωή γεμάτη υπερβολή και «λαιμαργία», όπου φθίνουν τα ιδανικά, οι αξίες, το μέτρο, ο σκοπός.
Κάποιες φορές ίσως χάνουμε το μέτρο. Θα μπορούσαμε όμως, πέραν του συμπεράσματος, να σκεφτούμε και τους λόγους για τους οποίους ο κόσμος μετατρέπεται σε μια παρτίδα σκάκι. Θυμάμαι πως μερικά καλοκαίρια πριν χρόνια, όταν βρισκόμασταν όλα τα παιδιά στο χωριό, πηγαίναμε να αγοράσουμε γλυκά και παγωτά. Εκτός του ότι ήταν μια διαδικασία ευχάριστη, ήταν κι εύκολη γιατί στο χωριό δεν υπήρχαν πολλά είδη παγωτού, ούτε πολλά γλυκά κι έτσι δε μας έπαιρνε ώρες να επιλέξουμε. Πίσω στη μεγαλούπολη, η διαδικασία εκ πρώτης όψεως έμοιαζε παρόμοια, αλλά ήταν λίγο διαφορετική. Περνούσαμε τουλάχιστον ένα εικοσάλεπτο στο περίπτερο, παρέα με την υπερκινητικότητά μας, την ανωριμότητα της ηλικίας, τα γέλια, τις φωνές και την πολυάριθμη γκάμα επιλογών. Παγωτά με ό,τι γεύση μπορεί να φανταστεί κανείς, γλυκά με γέμιση πραλίνα, σοκολάτα, ξηρούς καρπούς και όλα τα είδη των φρούτων. Τσίχλες με ή χωρίς φούσκες και γλειφιτζούρια που γίνονταν τσίχλες και περιείχαν θρύμματα ζάχαρης.
Από έναν πάγκο με γλυκά και σοκολάτες μέχρι μια μοντέρνα εφαρμογή με λίστα ανθρώπων που μας αρέσουν ή δε μας αρέσουν, μεσολαβεί μια σχετικά «αχόρταγη» κοινωνία. Τη σήμερον ημέρα έχουμε τόσες επιλογές που φαντάζει ψυχοφθόρο να επιλέξει κανείς. Ίσως οι τόσες επιλογές που έχουμε να μας αποσυντονίζουν από την ουσία του πράγματος -που δε θα αναζητήσουμε ποια είναι, γιατί για τον καθένα είναι διαφορετική. Η συνεχής τριβή με το ανικανοποίητο, ίσως και να μοιράζει φιάλες κενοδοξίας πάνω από τη φωτιά που εμείς στήσαμε. Ίσως όντως να ισχύει πως είμαστε τα πιόνια μιας «αχόρταγης» φωνής που βγάζει αντίλαλο.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.