Aς πούμε πώς σου ‘ρχεται ξαφνικά η όρεξη να μαγειρέψεις. Τι κάνεις; Αρχικά σκέφτεσαι τι φαγητό θα ήθελες να φας. Το φαντάζεσαι, φτιάχνεις την τέλεια εικόνα, ψάχνεις για ιδέες και εμπνεύσεις, ρωτάς φίλους και γνωστούς και τελικώς βρίσκεις την ιδανική για σένα συνταγή. Έπειτα; Μα φυσικά πας για ψώνια, διαλέγεις τα καλύτερα υλικά επιλεγμένα ένα ένα, γυρνάς στο σπίτι, αδειάζεις τους πάγκους της κουζίνας από κάθε τι αχρείαστο, καθαρίζεις και προετοιμάζεις τον χώρο ώστε να υπάρχουν οι ιδανικές συνθήκες και αρχίσεις το γαστρονομικό σου εγχείρημα. Μελετάς κατά βήμα τη συνταγή, σημειώνεις κάθε δυσκολία που τυχόν μπορεί να συναντήσεις, διαλέγεις τα σκεύη σου με προσοχή και εκτελείς κατά γράμμα την κάθε οδηγία. Αν είσαι και λίγο μερακλής, αφήνεις τη φαντασία σου να βάλει τις δικές της πινελιές στο δημιούργημά σου.
Μετά κόπου και μόχθου, έπειτα από ώρες προετοιμασίας, δουλειάς και σκέψης καταφέρνεις να ολοκληρώσεις το πιάτο σου. Οι μυρωδιές σπάνε μύτη, οι υφές δίνουν και παίρνουν, τα χρώματα πιο έντονα κι από ουράνιο τόξο. «Με λίγα λόγια», όπως θα έλεγε κι ο Κοντιζάς «πλησιάζει στο αριστούργημα». Τι μένει λοιπόν; Η στιγμή για την οποία τόση δουλειά έχει πέσει. Ο λόγος που όλος αυτός ο κόπος αποκτάει επιτέλους αξία. Η δοκιμή, η απόλαυση ενός εξαίσιου γεύματος. Πλησιάζεις τότε το πιάτο σου με ανυπομονησία και στην πρώτη πιρουνιά, να σου, χτυπάει το τηλέφωνο. Λες, δεν πειράζει, θα απαντήσω και συνεχίζω μετά. Στη δεύτερη τότε πιρουνιά, να σου, χτυπάει το κουδούνι. Κάνεις την καρδιά σου πέτρα, σηκώνεσαι, ανοίγεις, ξανακλείνεις, ξανακάθεσαι. Με το που πας να φας, να σου, σε φωνάζει η γειτόνισσα. Εν τω μεταξύ, σε όλη αυτή τη διαδικασία, η ώρα περνάει, το φαγητό κρυώνει, οι υφές έχουν γίνει αλοιφές και γενικώς, μια τραγωδία. Ε, πες αλήθεια, δε σου κόβεται η όρεξη μετά;
Κάπως έτσι είναι και οι περισσότερες σχέσεις από απόσταση. Η δουλεία έχει πέσει, τα θεμέλια έχουν χτιστεί, έχεις οργανώσει το ζήτημα, τα πάντα μοιάζουν ονειρικά και πάνω που λες ωραία, τώρα είναι η ώρα να το ζήσουμε, τσουπ βαλίτσες. Βάζεις τότε το όλο θέμα στο περίμενε, αφού πιστεύεις πώς κάτι τόσο όμορφο αξίζει να το κρατήσεις, ακόμη κι αν δεν μπορείς να το απολαύσεις τη δεδομένη στιγμή και όταν πια οι συνθήκες είναι πάλι κατάλληλες, μέχρι να ξαναβρεθεί αυτό που άφησες, τσουπ κάτι γίνεται και το ξαναχάνεις.
Και άντε να γίνει μια, δυο φορές το πράγμα. Άμα μιλάμε όμως για ένα συνεχές μοτίβο από ον-οφ αλληλεπιδράσεις, πώς να κρατήσεις κάτι ζεστό; Πώς να το συντηρήσεις και ταυτόχρονα να καταφέρεις να το κρατήσεις στην ίδια μορφή, με τις ίδιες γεύσεις; Πώς περιμένεις να σου προσφέρει την ίδια ικανοποίηση με το φρεσκοψημένο;
Μάλλον δεν μπορεί. Γιατί τελικώς, όσο ωραίο κι αν ήταν το πιάτο που με τόση προσοχή διάλεξες να έχεις, άπαξ και αποφασίσεις να σηκωθείς απ’ το τραπέζι, μην περιμένεις γυρνώντας να το βρεις στην ίδια κατάσταση. Όλο και κάτι θα χει συμβεί, όλο και κάποιος άλλος μπορεί να τσιμπολογήσει. Γενικώς εγγυήσεις δεν υπάρχουν και μετά την απομάκρυνση από το ταμείο ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. Κι αν κάθε φορά που το αποχωρίζεσαι, χωρίς να μπορείς να προσδιορίσεις το πότε και πώς μπορείς επιτέλους να το έχεις ξανά, το σε ποια κατάσταση θα το βρεις την επόμενη φορά, το πόσα θα υποστεί ο καθένας ξεχωριστά μέχρι τότε κι αν τελικά θα έχεις την ίδια επιθυμία να βρίσκεσαι εκεί όπως και πριν τον αποχωρισμό, τότε μην περιμένεις κι απαιτείς η ανάγκη σου να επιστρέφεις να παραμένει αναλλοίωτη. Αφού όσα αφήνονται, τείνουν και να φθείρονται, έτσι και η επιθυμία σου να γυρνάς, δεν μπορεί παρά να φθίνει.
Γι’ αυτό καλό είναι πριν σηκωθείς να έχεις σκεφτεί πρώτα τις επιλογές σου. Μπορείς να φύγεις, με το ρίσκο πως επιστρέφοντας μπορεί να μη βρεις αυτό που άφησες, με το ρίσκο να βρεις κάτι το οποίο δε σε ικανοποιεί τόσο ή κάτι το οποίο δεν είναι όσο σπουδαίο ήταν στην αρχή, ή με τον κίνδυνο να μη θες καν να γυρίσεις πίσω. Ή αλλιώς, μπορείς να μείνεις και να απολαύσεις αυτό που με χρόνο και προσπάθεια έφτιαξες, για σένα και το άλλο άτομο, με κίνδυνο είτε τελικά η επίγευση να άξιζε τη θυσία, είτε το εντυπωσιακό παρουσιαστικό να έχει ξεγελάσει και τους δύο.
Έτσι κι αλλιώς στη ζωή, πάντα θα υπάρχουν πιάτα στο τραπέζι για τα οποία αξίζει να αγνοήσεις κάθε τηλεφώνημα, ή πιάτα τα οποία αντικαθιστώνται και με μια τυρόπιτα απ’ το δρόμο. Απλώς για τα πλείστα, το συμπέρασμα προκύπτει μετά το τέλος του γεύματος.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου