Ειδική Αγωγή και Ένταξη· ένα τεράστιο κεφάλαιο της εκπαίδευσης, με πάρα πολλούς επιστήμονες διαφορετικών τομέων ανά τον κόσμο, οι οποίοι έχουν συμβάλλει τα μέγιστα, προκειμένου οι ζωές των ατόμων με αναπηρία να γίνουν έστω και μια ιδέα ευκολότερες, τόσο από ψυχολογικής/εκπαιδευτικής όσο και από κινησιολογικής άποψης. Σήμερα, λοιπόν, θα μιλήσουμε για μία από τις παλαιότερες μεθόδους αποκατάστασης και παρέμβασης, θεραπευτικά στοιχεία της οποίας εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Το ημερολόγιο έγραφε 1950 περίπου όταν ο Karel και η Berta Bobath, ένας ψυχίατρος/νευρολόγος και μια φυσιοθεραπεύτρια αντίστοιχα, δίνουν σάρκα και οστά σε μια μέθοδο (που αργότερα πήρε και το όνομά τους) που έμελλε να αλλάξει το ρου της ιστορίας της ειδικής αγωγής. Πιο συγκεκριμένα, η μέθοδος Bobath (στην Αμερική γνωστή ως Νευροαναπτυξιακή Θεραπεία) ξεκίνησε ως μέθοδος αποκατάστασης της «κανονικότητας» της κίνησης για άτομα με εγκεφαλική παράλυση ή για ασθενείς που έχουν υποστεί εγκεφαλικό. Με πιο απλά λόγια, η λογική και η προσέγγιση του θεραπευτή Bobath απέναντι στο θεραπευόμενο περικλείεται στον όρο «επανεκπαίδευση» στην κίνηση, ξαναμαθαίνοντας ουσιαστικά το σώμα να πραγματοποιεί κινήσεις που κάποιο κέντρο του εγκεφάλου για δικούς του λόγους απενεργοποίησε ξαφνικά.
Στην πορεία, όμως, οι θεραπευτές Bobath ανά τον κόσμο σταδιακά άλλαξαν κάπως τους στόχους και τις προσεγγίσεις των εξατομικευμένων προγραμμάτων. Έτσι, λοιπόν, αντί να στοχεύουν στην επανάκτηση «κανονικών» κινήσεων, σιγά σιγά οι θεραπευτικοί στόχοι άρχισαν να επεκτείνονται σε τομείς όπως η καλλιέργεια της πλαστικότητας της κίνησης ή και η κατάκτηση αναπληρωματικών μοτίβων κίνησης που οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα, χωρίς να μοιάζουν απαραίτητα «κανονικές». Βλέπουμε, λοιπόν πως, με την πάροδο των ετών, η μέθοδος Bobath ακολούθησε την τάση των περισσότερων θεραπευτικών μοντέλων της ειδικής αγωγής και αφοσιώθηκε περισσότερο στις έννοιες της «συμπερίληψης» και της «ένταξης», βοηθώντας τους θεραπευόμενους να κινηθούν σε διαφορετικά περιβάλλοντα και να αγκαλιάσουν τη διαφορετικότητά τους.
Παρ’ όλα αυτά, κάποιες πρακτικές-κλειδιά της μεθόδου αυτής εξακολουθούν να υπάρχουν σήμερα. Για παράδειγμα, ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά της είναι το γεγονός ότι αντιμετωπίζει το άτομο και τα μοτίβα της κίνησής του ως έναν πίνακα ελέγχου με πάρα πολλούς διαφορετικούς διακόπτες και κυκλώματα και το θεραπευτή ως έναν μάστορα, στου οποίου το χέρι είναι να ησυχάσει και να αποσοβήσει την ένταση των υπερενεργών κυκλωμάτων και να ενισχύσει την τάση αυτών που είναι πιο αδύναμα. Η διαδικασία αυτή ξεκινά από την ενεργοποίηση περιοχών του εγκεφάλου που ευθύνονται για τις κινήσεις και για την αίσθηση της αφής και σταδιακά «χτίζει το μονοπάτι» της κίνησης ώστε να συνδεθούν όλα τα μέρη του κυκλώματος και να επιτευχθεί το κινησιολογικό μοτίβο.
Τέλος, παρ’ όλη αυτή την πολύ σημαντική συμβολή του ζεύγους Bobath στην παγκόσμια σκηνή της ειδικής αγωγής, είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί πως πολλές από τις θεραπευτικές πρακτικές της μεθόδου αυτής έχουνε πια ξεπεραστεί ή εξελιχθεί, δίνοντας τη θέση τους σε εναλλακτικές μορφές θεραπείας που ενδεχομένως, να έχουν, σύμφωνα με τους ερευνητές του χώρου, πιο άμεσα και πιο μόνιμα αποτελέσματα. Ωστόσο, είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί πως οι Bobath υπήρξαν πρωτοπόροι στους τομείς της ειδικής αγωγής, της φυσιοθεραπείας και της κινησιολογίας, ανοίγοντας το δρόμο σε μετέπειτα έρευνες και θεραπευτικές προσεγγίσεις.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου