Μεγάλη πηγή έμπνευσης ο πόνος.
Όταν δε χωράει άλλο μέσα σου, τον βγάζεις στο χαρτί. Τον εξωτερικεύεις, τον κάνεις γραμματάκια μικρά κι ασήμαντα, «Nα ο πόνος μου!» αναφωνείς, «Δυο σελίδες ιστορία!»
Ο Μπουκόφσκι αλκοολικός, ο Καρυωτάκης αυτοκτόνησε, η Γώγου επίσης, η Πολυδούρη πιθανόν να έπασχε από κατάθλιψη. Ζωές εμποτισμένες με αλκοόλ, γεμάτες τραύματα και μυρωδιά τσιγάρου. Καταχρήσεις όλων των ειδών, βράδια χωρίς ξημέρωμα, το μυαλό να παίρνει περίεργες στροφές κι αυτοί να γράφουν.
Χώρεσαν όλο το τεράστιο μέσα τους, σε δυο φύλλα χαρτί. Είναι μια μορφή ανακούφισης το γράψιμο, προσωρινή μεν, αποτελεσματική δε. Γιατί ξέσπασμα και ανακούφιση έψαχναν όλοι οι παραπάνω, τι νόμιζες; Και το αλκοόλ γι’ αυτό και τα χάπια γι’ αυτό και το γράψιμο γι’ αυτό. Ανακούφιση ή λήθη.
Μια λύτρωση είναι πάντα το ζητούμενο.
Οι ποιητές είναι πλάσματα ιδιότροπα, άλογα, που νιώθουν τα πάντα σε μέγιστο βαθμό. Εξαιρετικά ευαίσθητοι, ζουν παραπάνω από μια ζωές και πεθαίνουν ακόμα περισσότερες. Πιάνουν τον παλμό της κοινωνίας, κυρίως όταν αυτή είναι ετοιμοθάνατη. Παρατηρούν τον κόσμο και τα προβλήματά του. Τον νιώθουν. Δεν τον κοιτάζουν απλά, τον βλέπουν.
Δίνουν σημασία σε εκείνες τις μικρές, τοσοδούλες λεπτομέρειες που δεν προσέχει κανείς. Στις μυρωδιές της καθημερινότητας, τα πρόσωπα του δρόμου, την αδιάφορη «καλημέρα» σου. Εξυμνούν τον έρωτα και ξορκίζουν το θάνατο ενώ προσπαθούν να αγγίξουν την αθανασία μέσα από τα έργα τους.
Οι περισσότεροι -αν όχι όλοι- μετρούν πολλές μαύρες μέρες στο παρελθόν τους. Θάνατοι αγαπημένων, ασθένειες, οικονομικά προβλήματα, απορρίψεις και ξανά απορρίψεις.
Η θλίψη ήταν συνδεδεμένη ανέκαθεν με τη ζωή τους, την έκαναν εχθρό και φίλη, την έθρεφαν που και που, την καταριόντουσαν, την ευγνωμονούσαν και πάλι από την αρχή. Κι όταν κάποια στιγμή άρχισαν να καταλαβαίνουν τον εαυτό τους, αυτόν τον περίεργο, ευερέθιστο στα σημεία των καιρών εαυτό, τότε έπιασαν το κοντινότερο μολύβι κι έκαναν τη θλίψη τους ποιήματα.
Να σημειωθεί ότι τα θλιβερά ποιήματα είναι συχνά θλιβερά γιατί είναι ρεαλιστικά. Και η αλήθεια είναι άσχημη και στενάχωρη και τσούζει. Ειδικά όταν δεν την καλλωπίζεις με όμορφες λέξεις και την αφήνεις να στέκει έτσι, αφτιασίδωτη.
Ποιος είναι αυτός που με μερικές του λέξεις θα σε βγάλει από τον ωραίο επιφανειακό σου κόσμο και θα σε βάλει να έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο με αυτά που ξέρεις αλλά αρνείσαι πεισματικά να δεις; Έτσι όπως σε κοιτώ μοιάζεις λίγο με τη στρουθοκάμηλο που είδα στο ντοκιμαντέρ και χώνει το κεφάλι της στην άμμο σαν μυριστεί τον κίνδυνο.
Τα αλλοπρόσαλλα αυτά όντα έντυσαν την ευαισθησία τους με λέξεις, έγδυσαν την ψυχή τους και την ακούμπησαν γυμνή σ’ ένα φύλλο χαρτί. Ξέρεις πόση δύναμη θέλει αυτό;
Γιατί -μη γελιόμαστε- θέλει μεγάλα αρχίδια για να κατανοείς ποιος είσαι και να βγάζεις την ψυχή σου φόρα παρτίδα. Οι περισσότεροι από εμάς φοβούνται και να κοιτάξουν μέσα τους, μην τρομάξουν από αυτό που θα αντικρίσουν.
Αφήνουν τα τέρατα μέσα τους να κοιμούνται, μην τα ξυπνήσουν και χάσουν οι ίδιοι τον ύπνο τους μετά.
Κι όμως υπάρχουν κάποιοι τύποι που παραδόξως δε φοβούνται τους δαίμονές τους.
Που έχουν τη δύναμη, όχι μόνο να τους ξυπνήσουν, αλλά να σταθούν απέναντί τους, να τους κοιτάξουν στα μάτια και να παλέψουν μαζί τους μέχρι το τέλος.
Είναι αυτοί οι θλιμμένοι, που βλέπουν τον κόσμο αλλιώς, με μάτια παιδικά και καρδιά άσπιλη. Αυτοί που πέρασαν πολλά και λόγω εξαιρετικής ευαισθησίας και αίσθησης ρεαλισμού μας αφήνουν πάντα μια αίσθηση πικρίας με τα έργα τους.
Αυτούς που ξέρουν τον τρόπο να βγάζουν τα σώψυχα τους μην τους φοβάσαι. Αγάπα τους.
Κι ας σε τρομάζουν οι εκκεντρικότητες και οι εξαρτήσεις τους. Πιο ειλικρινείς ανθρώπους δε θα βρεις.
Το νου σου σ’ αυτούς που το μέσα τους το κρατάνε για να το πάρουν μαζί τους.