Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Γράφει η Μαρία Δουδούμη.

 

Αν αυτή τη στιγμή διαβάζεις αυτές τις λέξεις μου, σε αυτές τις γραμμές, μέσα σε αυτές  τις σελίδες, σημαίνει πως έχει περάσει ήδη ένας χρόνος. Από τι; Μα από την αρχή του ταξιδιού μας μάτια μου, της δικής μας ιστορίας, που ήταν τόσο απρόσκλητη, όπως η γειτόνισσα στο σπίτι της γιαγιάς σου τις πιο ακατάλληλες ώρες. Ένας χρόνος από εκείνο το πρώτο βλέμμα σου που αντίκρισα ανάμεσα στα αδιάφορα και σκόρπια βιβλία τις βιβλιοθήκης, ψάχνοντας για μία θέση, και τη ματιά σου να μουδιάζει και να σφίγγει όλο μου το σώμα. Αρχές Ιούνη του περσινού καλοκαιριού, με μια εξεταστική να μου χτυπάει την πόρτα και εμένα να χτυπάω καθημερινά εισιτήρια στο αστικό για να αντικρίσω ένα σου βλέμμα, έστω και για αυτές τις λίγες ώρες στη βιβλιοθήκη. Εσύ να διαβάζεις και εγώ να κάνω πως διαβάζω. Γελάς αγάπη μου; Θα με θεωρείς σίγουρα τρελή, χαζή, ονειροπόλα όταν θα τα διαβάσεις. Μα δεν είμαι! Απλά μ’ αρέσει να γράφω για ό,τι με κάνει ευτυχισμένη.

Πολλές φορές μιλάμε για το παιχνίδι της μοίρας, μα ελάχιστες το πιστεύουμε. Μέχρι να μας συμβεί κάτι που να αλλάξει όλη την κοσμοθεωρία μας. Το ένιωθα μέσα μου πως αυτές οι τυχαίες συναντήσεις μας δεν ήταν μόνο τυχαίες. Καθημερινά, λοιπόν, διάβαζα στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστήμιου, περιμένοντας το πότε θα φανείς. Βλέμματα και κρυφές ματιές ακολουθούσαν, αλλά μέχρι εκεί. Κανείς από τους δυο μας δεν τολμούσε να κάνει την πρώτη κίνηση. Δεν ξέρω τι μου άρεσε στα αλήθεια πάνω σου, ξέρω όμως τι με γοήτευε.  Τα μάτια σου! Δεν ήταν ούτε μπλε, ούτε γκρι, ούτε πράσινα. Αυτό το βλέμμα σου όμως με έκανε να ονειρεύομαι θάλασσα, ήλιο, αλμύρα, αμμουδιά.

Οι μέρες περνούσαν και ένιωθα πως όλο αυτό θα τελείωνε πριν καν αρχίσει. Ήταν Παρασκευή, τελευταία μου μέρα στη βιβλιοθήκη και τελευταία μέρα της εξεταστικής. Το απόγευμα θα έφευγα από Πάτρα, για να κατέβω στους δικούς μου στο Ναύπλιο. Είχα έρθει αποφασισμένη αυτή τη φορά να σου μιλήσω, καθώς θα ήταν η τελευταία μου ευκαιρία. Μάταια όμως! Δε φάνηκες ποτέ! Ένιωθα τόσο ηλίθια που για τόσες μέρες απλά σε κοιτούσα και δε σου μίλησα ποτέ.

Γύρισα σπίτι και άρχισα να μαζεύω τα πράγματα μου για τις καλοκαιρινές διακοπές και την επιστροφή στο πατρικό μου. Μετά από πολύ κόπο έφτασα στα ΚΤΕΛ, έχοντας το εισιτήριο στο χέρι μου και μια βαλίτσα έτοιμη να εκραγεί. Το πώς την κουβάλησα ακόμα αναρωτιέμαι. Προσπαθώντας να βάλω τη βαλίτσα στις αποσκευές  του λεωφορείου, που μόλις είχε φτάσει, μέσα στον πανικό που επικρατούσε άκουσα από δίπλα μου μια φωνή «Μήπως χρειάζεσαι βοήθεια;». Βιάστηκα να απαντήσω αρνητικά όταν με το που γύρισα να δω από πού έρχεται η φωνή αντίκρισα εσένα. Σάστισα. Με κοιτούσες με ένα τόσο γλυκό χαμόγελο. «Πηγαίνεις Ναύπλιο;»,  με ρώτησες. Εκείνη τη στιγμή ήθελα τόσο πολύ να αρχίσω να σου λέω όλα αυτά που κυρίευαν το μυαλό μου εδώ και μέρες, να σε ρωτήσω γιατί δεν φάνηκες σήμερα που είχα τόσα να σου πω, αλλά το μόνο που απάντησα ήταν ένα ξερό «ναι». Η μοίρα όμως που λέγαμε έρχεται και στα ανατρέπει όλα.

Ο Αντρέας, για τον οποίο έλιωνα στη βιβλιοθήκη, ταξίδευε στη διπλανή μου θέση  με το λεωφορείο των 4:30 για Ναύπλιο. Σε αυτή την πρώτη μας συζήτηση, μου είπε πως είναι η μητέρα του από εκεί και ότι θα έμενε το καλοκαίρι στη γιαγιά του, για να δουλέψει σε ένα κατάστημα που είχε ο θείος του στο Ναύπλιο. Μέσα σε πέντε μόνο λεπτά είχα μάθει το όνομά του, σε ποια σχολή σπούδαζε (Ηλεκτρολόγων μηχανικών) και που θα περνούσε ολόκληρο το καλοκαίρι του. Αν όλα αυτά ήταν απλά σύμπτωση, τότε ήταν σίγουρα διαβολική.

Η έλξη μεταξύ μας κατάλαβα πως ήταν αμοιβαία. Σε όλη τη διαδρομή συζητούσαμε για την Πάτρα, το πτυχίο που θα έπαιρνε σε λίγο καιρό όντας τελειόφοιτος, πως περνάει στον Πύργο όπου μένει με την οικογένειά του και τα γενικότερα σχέδια μας για το μέλλον. Η αλήθεια είναι πως δεν έδινα και πολλή σημασία σε όσα μου έλεγε, καθώς αυτό το βλέμμα του δεν μου άφηνε περιθώρια για σκέψεις. «Μπλέξαμε» ψιθύρισα από μέσα μου και ένα πράγμα ήξερα μόνο: την Κυριακή είχα αναλάβει την ξενάγησή του στα σοκάκια του Ναυπλίου.

Ο έρωτάς μας, λοιπόν, ξεκίνησε πριν προλάβω καν να καταλάβω πώς, από εκεί που για μένα  ήταν απλά το παιδί με το μυστήριο βλέμμα, κατέληξε να είναι ο άνθρωπος με τον οποίο θα μιλούσα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες στα σοκάκια του Ναυπλίου, που θα δοκιμάζαμε όλες τι γεύσεις παγωτού από το αγαπημένο μου ζαχαροπλαστείο και θα πίναμε μπύρες φορώντας απλά τις φόρμες μας  τα πιο όμορφα Σάββατα του καλοκαιριού μας.

Σου θυμίζουν κάτι όλα αυτά άραγε; Εγώ πάντως θυμάμαι ακόμα την αγαπημένη σου γεύση παγωτού: παγωτό καραμέλα. Αυτή τη γεύση που γευόμουν και εγώ όταν φιλούσα τα χείλη σου, ξυπνώντας μέσα μου αναμνήσεις από τη παιδική μου ηλικία και τις αγαπημένες μου καραμέλες βουτύρου. Δε χόρταινα να σε φιλάω και να σε χαζεύω σε κάθε σου κίνηση. Λένε πως πραγματικά ερωτευμένος είσαι όταν δεν ξέρεις τι είναι αυτό που λατρεύεις στον άλλο. Και εγώ σε ήθελα έτσι: ολόκληρο! Με κάθε μικρή σου αδυναμία.

Ξαφνικά, το σχεδιασμένο ως πιο βαρετό καλοκαίρι μου, μετατράπηκε σε ένα καλοκαίρι γεμάτο πεταλούδες στο στομάχι, αγκαλιές, θάλασσες, βουτιές, μπλεγμένα σώματα στις αμμουδιές, βλέμματα, στιγμές κάθε καλοκαιριού που ανακαλείς κάποια κρύα, αδιάφορη βραδιά του χειμώνα για να ζεσταθείς στην ανάμνησή τους.

Η καθημερινότητά μας ήταν απρόβλεπτη, γεμάτη ήλιο, θάλασσα, μυρωδιές και το άρωμα σου. Εσύ το πρωί στο κατάστημα του θείου σου, εγώ να βοηθάω τους δικούς μου στο μαγαζί και από το μεσημέρι μέχρι και τις πρώτες πρωινές ώρες, αυτές τις ώρες που ο ουρανός έχει τα πιο όμορφα και μεθυστικά χρώματα, ήμασταν μαζί, προσπαθώντας να μάθουμε ο ένας τον άλλο σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Μου έλεγες για τα ταξίδια που έχεις πάει, που θες να πας, ιστορίες για τις γρατζουνιές στα γόνατα σου και τα πιο κρυφά σου όνειρα. Εγώ σου είχα πει μόνο ότι, όταν τελειώσω τις σπουδές, θέλω να ταξιδέψω με  ένα τρένο σε όσες περισσότερες χώρες μπορώ. Ακούστηκε αστείο, χαζό αλλά θυμάμαι σου άρεσε η ιδέα μου και συμφώνησες να πάμε μαζί του χρόνου, όταν θα τελείωνα και εγώ τη σχολή.

Είχε έρθει Αύγουστος και η δουλειά στο θείο σου με το τέλος του καλοκαιριού θα τελείωνε και αυτή. Δεν μας πείραζε όμως. Το Σεπτέμβρη θα γυρνούσαμε μαζί στην Πάτρα. Εσύ για να ψάξεις για δουλειά και εγώ για να δώσω μαθήματα. Ξαπλωμένοι στην άμμο, με το κύμα να σκάει δίπλα στη θάλασσα, ονειρευόμασταν την επιστροφή στην Πάτρα και κάναμε τα νέα μας σχέδια. Μέχρι που έφτασε η  31η  του Αυγούστου. Όλοι έλεγαν τελευταία μέρα του καλοκαιριού, από αύριο επιστροφή στη ρουτίνα. Εγώ δεν έδινα και πολλή σημασία, γιατί ήξερα πως κάθε μέρα και στιγμή μαζί σου δεν γίνεται να είναι ρουτίνα. Που να ήξερα! Είχε φτάσει κιόλας απόγεμα και εσύ ούτε ένα τηλέφωνο, ούτε ένα μήνυμα. Είχαμε κανονίσει για εκείνο το τελευταίο νυχτερινό μας μπάνιο. Θυμάσαι;

Τον ενθουσιασμό και τις ετοιμασίες μου για εκείνο το βράδυ διέκοψε ένα μήνυμα σου στο κινητό μου, που έλεγε ότι ήθελες να με δεις σε μισή ώρα στη στάση των ΚΤΕΛ κοντά στο σπίτι σου. Δε σε πήρα καν τηλέφωνο, απλά ντύθηκα και ήρθα. Φορούσα και εκείνο το βραχιόλι που μου είχες πάρει δώρο στη γιορτή μου. Τι ηλίθια!  Με περίμενες εκεί. Είχες φτάσει φαίνεται από ώρα και ετοίμαζες τον λόγο σου, μην τυχόν και χάσεις λέξη. Είχες ένα βλέμμα ψυχρό και τόσο ήρεμο που με φόβιζε. Σε ρώτησα τι συμβαίνει. Μία ερώτηση για την οποία δεν πήρα ποτέ ξεκάθαρη απάντηση.

Ξεκίνησες να μου λες ότι κάθισες και σκέφτηκες αυτές τις μέρες, για σένα, τις σπουδές σου, τη δουλειά, για το μέλλον σου, και για εμάς.  Ένιωθες πιεσμένος και πίστευες πως δε μου αξίζει όλο αυτό, ότι δε θα έχεις χρόνο και πως θα με παραμελήσεις. Μα αγάπη μου δε σου έμαθαν πως όποιος νοιάζεται βρίσκει χρόνο; Όλα τα άλλα είναι απλά δικαιολογίες. Δεν απαντούσα σε τίποτα από όλα αυτά. Απλά μούδιαζα! Μέχρι που ξεστόμισες ότι σε δέχτηκαν σε μεταπτυχιακό στην Αγγλία και ότι σε πέντε μέρες φεύγεις. «Καλύτερα να σταματήσουμε εδώ», θυμάμαι πως ήταν οι τελευταίες σου λέξεις. Τι αντίδραση θα περιμένατε άραγε από εμένα; Φωνές, κλάματα, κατηγορίες προς αυτόν. Και όμως τίποτα από όλα αυτά. 

Λένε πως οι οριστικοί χωρισμοί είναι και οι πιο βουβοί. Γύρισα σπίτι μου και απλά έβαλα να ακούσω λίγη μουσική. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμα τι είχε συμβεί.  Δεν είχα πάρει ούτε την κολλητή μου τηλέφωνο για να της πω τι είχα μόλις ακούσει, μέχρι που το κινητό μου αναβόσβησε με ένα μήνυμά της: «καλό μήνα φίλη και καλά να περάσετε απόψε». Τι ειρωνεία ε; Για μένα μόλις ξημέρωνε ο πιο άχρωμος και ψυχρός μήνας. Και είναι που είχα τόσα να σου πω και δεν πρόλαβα. Είναι που με άδειασες, όπως αδειάζω το κόκκινο κρασί στο ποτήρι μου, όταν σε σκέφτομαι. Δυστυχώς, όμως, αυτές οι σελίδες δε θα φτάσουν ποτέ στα χέρια σου.

Και μέσα σε αυτές στα είπα όλα.

 

Υ.Γ. Σε μια εβδομάδα φεύγω με το τρένο για το ταξίδι που λέγαμε.

 Να σε περιμένω;

 

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Μαρίας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!