Όλοι περάσαμε μια περίοδο στην ζωή μας -γνωστή και ως παιδική ηλικία- όπου βλέπαμε παιδικά προγράμματα, ακούγαμε παραμύθια και πιστεύαμε σε λιβάδια πράσινα και θάλασσες γεμάτες γοργόνες και τέρατα. Ήμασταν γεμάτοι φαντασία και αθωότητα με αποτέλεσμα τη μια μέρα να είμαστε οι υπερήρωες με τη φανταχτερή στολή που σώζαμε πετώντας την πόλη και την άλλη καταλήγαμε σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα.
Δεν ήμασταν λίγοι λοιπόν, αυτοί που έστω κι αν δεν το παραδεχόμασταν προσποιηθήκαμε πως είμαστε αόρατοι. Αυτά που θα κάναμε ήταν πολλά. Θα τρομάζαμε τους φίλους μας, θα τρώγαμε παραπάνω γλυκά από το ψυγείο μια και η μαμά δε μας άφηνε παραπάνω από ένα και γενικά θα βρίσκαμε διάφορους τρόπους να κάνουμε ίσως και κανά δυό ζαβολιές. Πράγματα αθώα, όμορφα που δε θα έβλαπταν κανένα ακόμα κι αν εμάς μας φαίνονταν τεράστια.
Τι θα γινόταν όμως, αν τώρα γινόμασταν για μια μέρα αόρατοι; Τώρα που δεν έχουμε πλέον αυτή την αγνότητα της παιδικής ηλικίας, που νοιαζόμαστε για διαφορετικά πράγματα και διεκδικούμε ανθρώπους και στιγμές; Αν κάνουμε ένα γκάλοπ με αυτή την ερώτηση θα παρατηρήσουμε πως οι απαντήσεις είναι πολλές και οι γνώμες διαφορετικές. Το μόνο τους κοινό όμως είναι πως ο καθένας επιθυμεί να κάνει κάτι απαγορευμένο. Είτε είναι εις βάρος κάποιου άλλου, είτε όχι.
Αν ήμασταν αόρατοι λοιπόν, δε θα υπήρχαν συνέπειες για τις πράξεις μας. Οπότε δε θα υπήρχε και λόγος ν’ αντισταθούμε στους πόθους μας. Αλλά ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Τι μας εμποδίζει να κάνουμε αυτά που θέλουμε τώρα που είμαστε ορατοί; Γιατί δεν κλέβουμε μια τράπεζα ή γιατί δεν εισβάλουμε σε ένα ξένο σπίτι; Η απάντηση είναι απλή. Φοβόμαστε την τιμωρία. Τρέμουμε στη σκέψη πως θα μπούμε φυλακή, θα πληρώσουμε, θα λερωθεί ο φάκελός μας.
Ελάχιστοι είναι αυτοί που, αν τους δινόταν η ευκαιρία να αποκτήσουν χρήματα λόγω αυτής της δύναμής τους, δε θα το εκμεταλλεύονταν χωρίς δεύτερη σκέψη. Δε θα έβαζαν το συναίσθημα και το φιλότιμο στη μέση. Ο άνθρωπος είναι οργανισμός κακός, προορισμένος να επιβιώνει και σε τέτοιες περιπτώσεις το αίσθημα της επιβίωσης μπλέκεται με τον εγωισμό και φουντώνει.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που θα αναζητούσαν εκδίκηση για κάτι που τους είχε πειράξει. Το προνόμιο τους αυτό θα τους βοηθούσε να εκδικηθούν άτομα ίσως πιο δυνατά από αυτούς, πάντα όμως πισώπλατα.
Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά, εκείνο το μικρό ποσοστό που θα ήθελε να το εκμεταλλευτεί, ώστε να κάνει κάτι αξιοσημείωτο. Υπάρχουν όνειρα που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν και φιλίες που θα μπορούσαν να σωθούν. Υπάρχουν αυτοί που θα πάλευαν για τα πιστεύω τους και τις επιθυμίες τους.
Υπάρχουν και οι ταξιδιάρηδες, οι ελεύθεροι, αυτοί που δεν τους νοιάζει κανείς και τίποτα και που θα φεύγαν μακριά μιας και κανείς δε θα μπορούσε να τους δει και κανείς δε θα μπορούσε να τους περιορίσει. Υπάρχουμε κι εμείς που θα πηγαίναμε κρυφά σε παρουσιάσεις βιβλίων και σε ζαχαροπλαστεία, για να κλέψουμε βιβλία κι εκλεράκια αντίστοιχα.
Ένα πράγμα αναρωτιέμαι όμως. Σ’ αυτή τη κοινωνία που όλοι πεθαίνουν για να προβληθούν έστω και λίγο, πόσο πολύ θα ήθελες να είσαι αόρατος;