Το σαλόνι του ήταν μόνο ένας καναπές.

Κόκκινος, γωνιακός, πανάκριβος, δερμάτινος και τρυπημένος από καύτρες σε τέσσερα σημεία του.

Ένας καναπές που κατάφερε να πληρώσει μετρητοίς, τις ένδοξες μέρες του.

Της ευημερίας, της επίδειξης, της αυξημένης λίμπιντο.

Επάνω του είχαν απλωθεί κάθε λογής κωλομέρια, είχαν ανοιχτεί κάθε λογής συζητήσεων.

Αν είχε αυτιά και κυρίως στόμα, ο καναπές αυτός θα μπορούσε να εκβιάσει πολύ κόσμο.

Ευτυχώς όμως για τον Αντρέα, δεν τα διέθετε.

Επιχειρηματίας, χωμένος μες στη νύχτα, την κοκαΐνη, το αλκοόλ, τις γκόμενες και τη ματαιοδοξία.

Μάζεψε τρεις συμφοιτητές του από το χρόνια του ΤΕΙ λογιστικής και άνοιξαν κοντά στο 2000 μια μικρή μουσική σκηνή -στα επίσημα, ένα σχεδόν στριπόμπαρο, στα ανεπίσημα.- Μοίραζαν αβέρτα το μικρόφωνο στους μεθυσμένους θαμώνες, ίσα για να δικαιολογούν την άδεια του καταστήματος, όσο οι φτηνές σαμπάνιες άδειαζαν στα ποτήρια και έσταζαν στα μπούτια.

Πανευτυχής και καλοντυμένος, γυρνούσε τα τραπέζια τσουγκρίζοντας και κρατώντας στο χέρι του, τη μόνιμη προέκτασή του.

Ένα καλοστριμμένο πούρο Αβάνας.

Έσκυβε στα αυτιά νεαρών κοριτσιών και τους έκανε μια γρήγορη  απαγγελία, συνήθως βρετανών ρομαντικών ποιητών, με στομφώδες ύφος.

Ήταν και ομορφάντρας.

Αυτό συνηγορούσε στο να γεμίζει κάθε βράδυ ο καναπές με σώματα, που το ξημέρωμα τα έβρισκε να κοιμούνται διαγώνια.

Τις ελάχιστες φορές που δεν τύχαινε να είναι σε οίστρο επέστρεφε στον καναπέ μόνος.

Άρπαζε τότε ένα σημειωματάριο που είχε κρυμμένο κάτω από τα μαξιλάρια και σκάρωνε στιχάκια.

Το μεσημέρι νηφάλιος και συνεπαρμένος από την προσδοκία της νύχτας που ερχόταν, έχωνε ξανά το τετράδιο στην κρυψώνα του.

Οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν με τους ίδιους, απόλυτα ελεγχόμενους για τον ίδιο, ρυθμούς τους.

Τα βράδια στη φιγούρα και τις μέρες στη φαγούρα.

Ώσπου ήρθε η κρίση.

Και τον βρήκε απροετοίμαστο, αλλά φρεσκοξυρισμένο.

Αδικαιολόγητα αισιόδοξος και με ένα μόνιμο ωχαδελφισμό για καραμελίτσα, έβλεπε τις πρώτες μέρες την πελατεία του μαγαζιού να πέφτει κατακόρυφα και έκανε κυκλάκια με τον καπνό του πούρου του ατάραχος.

Καθισμένος στη μπάρα με το δεξί του πόδι να χτυπάει νευρικά στο πλακάκι, χρειάστηκε καιρό μέχρι να αρχίσει να αντιλαμβάνεται το μέγεθος του προβλήματος.

Τα τέσσερα συνεταιράκια έγιναν τρία και λίγο μετά, δύο.

Ο πρώτος γύρισε στα πάτρια, κάπου προς τα Γιάννενα και ο δεύτερος μπήκε μέτοχος σε ένα βενζινάδικο.

Τα μερίδια τους δεν πουλήθηκαν, χαρίστηκαν. Μαζί με τα χρέη.

Οι σαμπανιέρες έμειναν άδειες και τα μπούτια στεγνά.

Δυο- τρεις κακόμοιροι πελάτες, έπνιγαν τους καημούς τους με ένα Ηaig στο χέρι και με Ρίτα Σακελλαρίου στα ηχεία.

Το γένι του Αντρέα έφτασε το μήλο του Αδάμ, στο χέρι του μονίμως ένα Μarlboro και στον καναπέ, κουτάκια μπύρας.

Δεν άργησε να έρθει το εξώδικο λόγω οφειλής ενοικίων.

Ο μοναδικός συνέταιρος που είχε απομείνει, έγινε καπνός πριν καλά-καλά στεγνώσει η σφραγίδα του δικαστικού επιμελητή που τους το παρέδωσε.

Ο Αντρέας με χρέος περίπου 100.000 ευρώ στις πλάτες, βάζει για πούλημα στις αγγελίες ακόμη και τις σαμπανιέρες, αλλά τα μαγαζιά κλείνουν το ένα μετά το άλλο, το κέντρο μετά τον απόηχο των γεγονότων του μαύρου Δεκεμβρίου, είναι για πολύ καιρό κρανίου τόπος.

Ποιος κόπτεται να αγοράσει ενισχυτές και τραπεζοκαθίσματα;

Δανείζεται από τη μάνα του, τον κουμπάρο του και μια παντρεμένη των βορείων προαστίων που είχε κοιμίσει στον καναπέ του, ένα μικρό ποσό για να γλιτώσει τα χειρότερα.

Διακανονίζει τα υπόλοιπα και αποφασίζει να πέσει με τα μούτρα στο ψάξιμο νέας δουλειάς.

«Τα κάνω όλα. Ακόμα και οικοδόμος θα γίνω αν χρειαστεί!» λέει βαρύγδουπα ο πρώην player προσπαθώντας μάλλον να το πιστέψει.

Τελικά πέφτει σε παραίτηση και πλήρη αδράνεια.

Στο ένα χέρι να καίει το marlboro και στο άλλο το χειριστήριο του playstation.

O καναπές βγαίνει κι αυτός στο σφυρί γιατί η σύνταξη της μάνας δεν έφτανε και οι ερωμένες είχαν κάνει φτερά μαζί με την ψευδαισθητική περασμένη του αίγλη.

Οι φίλοι εξαφανίστηκαν από τότε που έχασαν τα δωρεάν ποτά και τα κερασμένα πούρα στις τσέπες των κουστουμιών τους.

Οι ποιητές ξαφνικά φάνηκαν εντελώς περιττοί, καθώς δεν υπήρχαν ούτε κορίτσια πρόθυμα να ανοίξουν τα πόδια τους, όταν τους ακούσουν.

Αυτό ήταν το γκρέμισμα του γυάλινου κόσμου του.

Και μόλις το συνειδητοποίησε, έσπασε μόνος το γυαλί της τηλεόρασης και δεν είχε πια κάπου να παίξει Pro.

Την ημέρα που ήρθαν να παραλάβουν τον καναπέ, ανάμεσα σε γυαλιά και μπουκάλια σπασμένα, έπεσε στα πόδια του το σημειωματάριό του.

Βιαστικά άρχισε να γυρνάει τις σελίδες του και να διαβάζει φωναχτά τα γραπτά του.

Τι ειρωνεία! Την εποχή που η ζωή έδειχνε να του τα δίνει όλα απλόχερα, εκείνος έψαχνε τον εαυτό του. Τώρα που ένιωθε ότι τον πλησιάζει, δεν είχε αξιόλογη παρέα για να τον μοιραστεί.

Το γένι κόπηκε από τη ρίζα, τα κουρέλια που φορούσε για ρούχα πετάχτηκαν στον ακάλυπτο, μαρκαδόροι ζωγράφισαν κύκλους σε αγγελίες εργασίας.

Καμία από αυτές δεν ζητούσε διευθυντάδες, προέδρους και υπεύθυνους, αλλά η έπαρση και η ματαιοδοξία του, είχαν πεταχτεί μαζί με τα πούρα Αβάνας.

Βρέθηκε στα σαρανταπέντε να είναι ξανά υπάλληλος και όχι αφεντικό, στη χώρα που όλοι θέλουν να είναι αφεντικά.

Αλλά ήταν αφεντικό του εαυτού του.

Πρώτη Δημοσίευση: eyedoll.gr

 

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά