«Έλα κόρη μου. Κάτσε να σου μιλήσω, να μάθεις δυο πράγματα.

Που λες, κάθε εποχή έχει τα δικά της και κάθε τι την εποχή του. Εκτός από τον έρωτα. Αυτός είναι παντός καιρού.

Η δική μου ιστορία ξεκίνησε τον Ιούνιο του 1946. Ή μήπως ήταν Μάιος; Δε θυμάμαι καλά. Πάνε και τόσα χρόνια.

Αυτό που θυμάμαι σίγουρα είναι πως ήταν τελείως άλλες εποχές. Οι γυναίκες ήμασταν ντυμένες θηλυκά, αλλά με τα μάτια χαμηλωμένα.

Βλέπεις, κάθε τι παρεξηγούνταν τότε. Ήταν και το ράφι στη μέση, μην ξεχνάς. Και δεν υπήρχε χειρότερο τότε για μια γυναίκα από το να μείνει ανύπαντρη.

Θυμάμαι όταν ήμουν σε ηλικία γάμου, βγήκα μια ημέρα έξω να τινάξω τα σκεπάσματα. Εκεί που τίναζα σκυμμένη στο παράθυρο περνούσε ο Κωνσταντίνος, του κυρ Δημήτρη και της κυρά Μαρίκας.

Άθελά μου σταμάτησα να τινάζω δυνατά. Συνέχισα μηχανικά και αργά, έχοντας το βλέμμα μου καρφωμένο στο δικό του. Ο ίδιος είχε σταματήσει πρώτος το βάδισμά του και με κοιτούσε επίμονα. Αυτό κανονικά απαγορευόταν αυστηρά στην κοινωνία του χωριού.

Την επόμενη ημέρα, πέρασε πάλι την ίδια ώρα κάτω από το παραθύρι μου. Μου ψιθύρισε μια δειλή καλημέρα κι έφυγε. Το ίδιο συνεχίστηκε για ημέρες. Ξέραμε και οι δυο πόσο επικίνδυνο ήταν, αλλά ήταν πάνω από τις δυνάμεις μας.

Αυτά τα δευτερόλεπτα που το βλέμμα μου βουτούσε στην ματιά του, μαρτυρούσε όσο συναίσθημα δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ ότι υπάρχει στον κόσμο ολάκερο.

Πάγωναν τα πάντα και δεν άκουγα ούτε έναν ήχο. Μόνο την ανάσα του. Σχεδόν την ένιωθα να χαϊδεύει τον λαιμό μου.

Ήταν ακατόρθωτο όμως να βρεθούμε πιο κοντά, πόσο μάλλον να είμαστε μόνοι μας. Κλείσαμε παρ’ όλα αυτά το πρώτο «ραντεβού» μας. Συνεννοηθήκαμε να βρεθούμε στην Κυριακάτικη βόλτα. Όχι πιο κοντά από τα 200 μέτρα απόσταση παρ’ όλα αυτά. Και έτσι έγινε. Τον συνάντησα εκεί.

Πώς να περιγράψω με λόγια τον έρωτα; Πώς να μεταφράσω την αγάπη; Πώς να δώσω στον κόσμο να καταλάβει πως νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει τόσο γρήγορα, το στομάχι μου να ανακατεύεται και τα πόδια μου να κόβονται, κάθε φορά που απλώς αντικρίζω την μορφή του;

Βρεθήκαμε άλλες δυο Κυριακές στην καθιερωμένη βόλτα με την συνοδεία πάντα της οικογένειας. Την επομένη το απόγευμα όμως, έμελλε τα πράγματα να αλλάξουν.  

Ήρθε στο σπίτι η κα Τασία η Πανώργαινα και άρχισε να πλέκει το εγκώμιο του κτηνοτρόφου Παναγή και της οικογένειάς του.

Με το αυτί κολλημένο στην πόρτα, άκουγα με κομμένη ανάσα. Ήταν αναμφίβολα αυτό που φοβόμουν. Και πολύ είχε αργήσει. Κάποιοι είχαν πάρει χαμπάρι τις ματιές με τον Κωνσταντίνο και οι δικοί μου για να μην ατιμαστώ έσπευσαν να με προξενέψουν στον Παναγή, που ‘χε και πολλά ζώα και θα με είχε βασίλισσα, όπως μου ‘παν αργότερα.

Δυστυχώς δεν υπήρχε κάτι που να μπορούσα να κάνω για να το αποτρέψω. Έσκυψα το κεφάλι και με σεβασμό αποδέχθηκα την μοίρα που μου όρισε ο πατέρας μου.

Τα αρραβωνιάσματα έγιναν κατευθείαν και μετά από λίγες εβδομάδες έγινε ο γάμος. Ο Κωνσταντίνος ήταν εκεί με τους γονείς του. Το βλέμμα του ματωμένο. Μετά από λίγες ημέρες, άκουσε πως παντρολογιότανε με την Αγόρω από το διπλανό χωριό. Πήρε ο καθένας μας την πορεία του.

Πέρασαν κάμποσα χρόνια που δεν τον είχα δει. Δεν τον λησμόνησα, αλλά είχαμε και οι δυο οικογένεια πια. Ο άντρας μου αν και όχι όμορφος ήταν πολύ καλός σύζυγος και στοργικός πατέρας. Δεν τον αγάπησα ποτέ αλλά έζησα όμορφα χρόνια κοντά του. Στα 48 του χρόνια έπαθε βαρύτατο εγκεφαλικό και δεν άντεξε.

Πάντρεψα τα παιδιά μου κι έμεινα μόνη, πράγμα το οποίο δεν με ενόχλησε καθόλου. Ασχολούμουν όλη μέρα με τα χωράφια που ήταν προικώο μου και το βράδυ καθόμουν στο σπίτι μου και κεντούσα.

Μια ημέρα, στο πεζούλι μου πρόβαλλε μια αντρική μορφή. Ένας άντρας γκριζομάλλης, γεροδεμένος. Δεν κατάλαβα ποιος είναι παρά μόνο όταν είδα τα μάτια του. Ζαλίστηκα και εκείνος έσπευσε να με πιάσει να μην πέσω κάτω. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμασταν τόσο κοντά. Που ένιωθα το άγγιγμά του.

– Κωνσταντίνε;  

– Εγώ είμαι αγάπη μου.

– Τι κάνεις εσύ εδώ;

– Έμαθα πως πριν μερικά χρόνια πέθανε ο άντρας σου. Δυστυχώς η γυναίκα μου είχε την ίδια κατάληξη. Έπαθε το κακό και την έχασα μέσα σε λίγους μόλις μήνες.

– Και τώρα τι ζητάς εδώ;

– Ήρθα να σου πω, πως δεν σε λησμόνησα ποτέ. Κάποιες φορές που ερχόμουν στο χωριό περνούσα κι έριχνα μια κλεφτή ματιά. Αλλά δεν ήθελα να σε ταράξω.

Τον έμπασα στο σπίτι κι έφτιαξα ένα δυνατό καφέ να πιούμε. Μου είπε πως αποφάσισε να εγκαταλείψει το χωριό και να ζήσει αλλού. Έφυγε λεγοντάς μου πως το χάραμα θα περνούσε να με πάρει αν το επιθυμούσα. Αλλιώς θα συνέχιζε μόνος του.

Παιδιά δεν είχε. Εγώ όμως είχα. Το απόγευμα τα επισκέφθηκα και το πρωί έφυγα με τον Κωνσταντίνο. Τώρα ζούμε πολλά χιλιόμετρα μακριά από το χωριό. Κάπου που κανείς δεν μας ξέρει, αλλά μας αγκάλιασαν.

Έχουν περάσει είκοσι χρόνια που είμαστε εδώ. Περάσαμε ένα στεφάνι για το τυπικό.

Τώρα επιτέλους ζούμε. Ζούμε και βιώνουμε τον εφηβικό έρωτα μας ετεροχρονισμένα. Δεν έχουμε τίποτα να ζηλέψουμε από τους νέους. Κάνουμε έρωτα και κοιμόμαστε γυμνοί μετά.

Μας βρίσκει το χάραμα μονάχους κάτω από τα σκεπάσματα και ερωτοτροπούμε σαν να γνωριστήκαμε εχθές.

Τελικά ο έρωτάς μας γράφτηκε μέσα μας με ανεξίτηλο μελάνι.

Όσες ζωές και αν ζήσαμε πριν, ο χρόνος είχε σταματήσει στο τότε. Τότε που πρωτοσυναντήθηκαν τα βλέμματά μας και έδωσαν όρκους, χωρίς καν να μας το μαρτυρήσουν.

Στην ιστορία μας, ο έρωτας δεν έδωσε την θέση του στην αγάπη. Έμαθαν απλώς να συνυπάρχουν.

Συντάκτης: Μαριάννα Κουρούπη