Σε ερωτεύτηκα απ’ το χαμόγελό σου.
Ήταν το πρώτο, που ξεχώρισα πάνω σου. Το πρώτο, που με φώναζε να σε πλησιάσω. Μοναδικό, ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους.
Αυτό το χαμόγελο, έγινε τόσα για μένα. Τόσο γρήγορα. Τόσο ανέλπιστα.
Ήταν εκεί, δίπλα στο μαξιλάρι, στο αυτοκίνητο, στον καναπέ, σε κάθε γωνιά της ζωής μου. Στο θυμό, στη ζήλια, στον πόνο. Πάντα εκεί.
Δεν άργησε να γίνει το ναρκωτικό μου, ο εθισμός μου.
Είχε πάντα, έναν τρόπο μαγικό, να στέκεται απέναντί μου, να κάνει βουτιά στο είναι μου και να διώχνει μακριά καθετί τοξικό και νοσηρό.
Σ’ έβλεπα να γελάς και ένιωθα τη δύναμη που στέλνεις. «Να τη φυλάξεις καλά, για τα δύσκολα, που θα ‘ρθουν», μου ‘χες πει.
Και δεν άργησαν. Τ’ αντίκρισα ακαριαία, με το χαμόγελό σου να λείπει.
Το μόνο που κατάφερα να πω ήταν, πως ήθελα τη μέρα που θα φύγεις, απ’ το πρωί να μου γελάς.
Μάλιστα, απ’ το πρωί να σε βλέπω να γελάς. Να δω τον άνθρωπο, που ερωτεύτηκα και να ξεχάσω για λίγο όλα εκείνα, που μπήκαν ανάμεσά μας. Όλα εκείνα, που έδιωξαν αυτό το χαμόγελο. Και είναι πολλά.
Σ’ ένα χωρισμό, μοιράζεται το φταίξιμο. Και δεν αποτελούμε εξαίρεση μωρό μου.
Κάπου χαθήκαμε. Κάπου ξεχαστήκαμε. Και όσο αφήνεσαι στο χάος, τόσο σ’ εγκαταλείπει η ευτυχία σου.
Ίσως, πότε δεν προσπαθήσαμε να παίξουμε με τους κανόνες του έρωτα, παρά βάλαμε τους δικούς μας.
Θα σου μιλήσω για το δικό μου φταίξιμο. Πίστευα πως, όταν θ’ ανοίγω την πόρτα, θα ‘σαι πάντα εκεί. Και εσύ και το χαμόγελό σου. Ο ίδιο άνθρωπος, με όλα αυτά που αγαπώ και όλα όσα μισώ. Αυτά τα δεδομένα καταστρέφουν τις αγάπες.
Κι όμως, αλλάζουν οι άνθρωποι. Και είναι πάντα αργά, όταν το παίρνεις χαμπάρι.
Έπαψα ν’ αποζητώ το χαμόγελό σου, έπαψες και συ να το σκορπάς. Ίσως, στις 24 ώρες της μέρας μας, δεν υπήρχε ο χώρος γι’ αυτό. Δώσαμε το χώρο στις μικροπρέπειες, τα επιφανειακά και την αδιαφορία. Βλακείες. Όποιος θέλει, βρίσκει το χώρο και το χρόνο. Φτιάχνει μέρες, φτιάχνει ώρες. Δεν παραιτείται.
Δεν είναι κακό να παραδέχεσαι την ήττα σου. Και ‘μείς ηττηθήκαμε.
Έτσι είμαστε φτιαγμένοι οι άνθρωποι. Ενθουσιαζόμαστε, ζούμε, απορροφόμαστε και ξεχνάμε τι μας έδεσε εξ αρχής. Τι δώσαμε, τι πήραμε και τι μοιραστήκαμε. Κι αν είναι αρκετά όλα αυτά, να σώσουν ένα προδιαγεγραμμένο τέλος.
Στο τέλος αυτό, δυστυχώς, αυτά δε μετράνε. Ότι χάθηκε στην πορεία, ακόμα κι αν γυρίσεις πίσω, δε θα το βρεις. Είναι κομμάτια από το γυαλί, που με καμία αυταπάτη, δεν ξανακολλάει. Γι’ αυτό, κρατάς για πάρτη σου τον απολογισμό και συνεχίζεις.
Νομίζω, πως ξέρεις και τι άλλο θα κρατήσω για πάρτη μου. Στο είπα. Το χαμόγελό σου.
Τί κι αν στην πορεία το ξέχασα ή το έψαχνα και δεν το βρήκα; Είμαστε στο τέλος και το ‘χω τόση ανάγκη. Άλλωστε, ξέρεις πόσο εγωίστρια είμαι.
Το διεκδίκησα, το έκανα δικό μου, μου ανήκει και θα το κουβαλάω για πάντα σ’ όλα εκείνα, που δε λέγονται και δε φαίνονται. Σ’ όλα εκείνα, που είναι κομμάτια δικά μου και κανείς δεν μπορεί να κλέψει. Σ’ όλα εκείνα, που θα ανακατεύω, όταν θα ‘χω ανάγκη να βρω δύναμη να συνεχίσω, να κρατηθώ.
Γι’ αυτό, πριν κλείσει η πόρτα, χάρισέ μου το καλύτερό σου. Να μείνει αυτή η εικόνα στο μυαλό, να διαλύσει αυτά που πονάνε. Να θυμηθώ, γιατί λάτρεψα αυτό το χαμόγελο.
Κι ας είναι αργά.