«Ο έρως, του έρωτος…» μας δίδαξαν τότε στη θεωρητική που ο Σοφοκλής ήταν κάτι σαν θεός μας, χωρίς να μας αναφέρουν το ρήμα «εράω» (από όπου προέρχεται) οπότε αφελώς πίστεψα, πως η ρίζα της λέξης βρίσκεται στο ρήμα «ερωτάω». Οπότε θεώρησα πως ο έρωτας ρωτάει συνεχώς, αδιάλειπτα, ωμά και αφιλτράριστα.

«Με αγαπάς, με θέλεις, με σκέφτεσαι»; Όλα αυτά τα ερωτήματα που ελπίζουν σε μια θετική ανταπόκριση, με έκδηλο τον ενθουσιασμό της συνειδητοποίησης -ταύτισης, συνοδευόμενη ίσως από ένα τρυφερά παθιασμένο φιλί, μία θερμή αγκαλιά και εμφανή λάμψη στα μάτια. Αλλά εάν ακολουθήσει μια άβολη σιωπή; Χάνεται το χαμόγελο, πλέον τα ερωτήματα δεν έμειναν αναπάντητα αλλά εξέλαβαν την καθοριστική κι αφοπλιστική άρνηση.

Μετά, υπάρχει κι η αμφιβολία. «Μήπως είναι απλώς ενθουσιασμός»; Γιατί στον έρωτα ρωτάς και τον ίδιο σου τον εαυτό, κάθεσαι μπροστά στον καθρέπτη κι εκτοξεύεις σωρηδόν ερωτήσεις στο πρόσωπό σου. «Μήπως ψάχνεις μία διέξοδο, δεν αναζητάς απαραίτητα το συναίσθημα, νιώθεις μόνος»; Πώς απαντάς σε αυτές τις εύλογες απορίες; Σαστίζεις εξαρχής, τις απορρίπτεις, ταράζεσαι, τις ξεχνάς για λίγο κι έπειτα επανέρχονται από το πουθενά και βρίσκονται ενώπιόν σου, σε κοιτούν με έκπληξη και με κατανόηση, αλλά περιμένουν μία απάντηση. Μπορεί να γνωρίζεις και να απαντήσεις με σιγουριά αλλά σε αντίθετη περίπτωση;

Εδώ λοιπόν, είναι μία από τις φορές που ο έρωτας δεν ήταν η κατάλληλη απάντηση! Ίσως ήταν μέχρι πρότινος μία πρόχειρη αλλά ικανοποιητική απάντηση στον εγωισμό και στην αυτοπεποίθησή μας. «Ελκύω τους άλλους, με θέλουν»; Απαντήθηκαν οι ερωτήσεις αυτές, όμως η αιτιολόγηση που δόθηκε δεν ήταν σωστή. Άρα τί ήταν η απάντηση που δόθηκε τελικά; Σωστή ή λάθος τη σημειώνουμε; Αυτό το ξέρουμε μονάχα εμείς και θα μπορούσαμε πιθανώς να το πούμε και στον εαυτό μας, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα του μυαλού μας.

Έχουμε συνηθίσει να κάνουμε εικόνα τα αρχικά των ονομάτων δύο ερωτευμένων να προστίθενται μαζί και να οδηγούν σε μία μεταφυσική αναπαράσταση της καρδιάς, εάν όμως αυτή η πράξη δεν καταλήξει εκεί αλλά βρεθεί η εξίσωση αδύνατη; Οι δύο άγνωστοι καταλήγουν σε κάτι ακόμα πιο μεταβλητό; Ο φαύλος κύκλος των ερωτω(ν)- απαντήσεων θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρον και εμείς βρισκόμαστε στο κέντρο του, δεν απέχουμε ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο από το ερωτηματικό και την τελεία. Ο έρωτας εκ φύσεως ρωτάει και εν δυνάμει μπορεί να απαντήσει, καθώς εμείς του δώσαμε αυτή τη δυνατότητα και ικανότητα, ήταν όλα όσα χρειαζόμασταν και όλα όσα αναζητούσαμε διακαώς.

Κανένας δεν θα είχε αρκετό θάρρος για να αμφισβητήσει ή να προβάλλει αντεπιχειρήματα για την αέναη βαρύτητα του έρωτα μέσα μας και στη ζωή μας αλλά διστάζουμε ακόμη να πούμε φωναχτά πως ο έρωτας δεν είναι η αρχή και το τέλος των πάντων. Έχουμε επενδύσει τόσα πολλά και εκλαμβάνουμε μερικές φορές τόσο λίγα, που είναι η πρώτη απάντηση σε όλα τα ερωτήματά μας -γιατί είμαι ερωτευμένος- και η συνεχή ερώτηση του μυαλού μας -πότε θα ερωτευτώ-. Όλη μας τη ζωή τη διαβιώνουμε μέσα σε αυτόν τον κολοσσιαίο και απέραντο αλλά πάντα περιορισμένο κύκλο.

Άρα, ο έρωτας στη ζωή έπαψε να είναι μονάχα μια ωραία, φανταστική ερώτηση που μας άρεσε να πλανάται σαν αερικό αλλά ξάφνου έγινε και μία απάντηση, σοβαρή και πολλές φορές μη αναμενόμενη, αρεστή και επιθυμητή που κάθε άλλο παρά μας έκανε πιο περίπλοκη τη ζωή μας. Πλέον ο έρωτας βρίσκεται στο κέντρο του κύκλου και εμείς προσπαθούμε εναγωνίως να φτάσουμε στον πυρήνα του· η ελευθερία μας περιορίζεται, υπάρχει άραγε πλέον; Το πιο λυτρωτικό, απελευθερωτικό και εξυψωτικό συναίσθημα του κόσμου δημιουργεί άθελά του νέα δεσμά, που με χαρά τα δεχόμαστε εξαιτίας της άγνοιάς μας. Ο έρωτας έγινε ρουτίνα; Στη σκέψη, στη ζωή, στις ερωτήσεις-απαντήσεις των αγνώστων, των φίλων και του εαυτού μας κυριαρχεί αυτός κι εμείς βρίσκουμε κάθε τρόπο να τον έχουμε να περιφέρεται, ακόμα και σαν ιδέα ή σαν ένα ονειρικό συναίσθημα, γύρω μας.

Ο έρωτας είναι ανίκητος σε κάθε μάχη, εκτός από εκείνη με τον εαυτό του. «Δεν είμαι αυτό που χρειάζεσαι» είπε απόλυτα κι απομακρύνθηκε σιωπηλά περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για την επανεμφάνισή του.

 

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου