Η Μαρία. Ή αλλιώς η Μαρία κι ο Νίκος. Στους καλούς τους έρωτες, βλέπεις, τούτα πάνε μαζί και ταιριαστά. Έρωτας ονειρικός. Σχεδόν ονειροπαρμένος. Απ’ αυτούς, που τους λες κι εφηβικούς μα ίσως πάλι να μην είναι. Το βέβαιο, πάντως, μέσα σ’ όλα αυτά είναι πως ήταν ταχύς.
Ταχύτατος κι οδοστρωτήρας. Ολόκληρος, θρασύς κι απόλυτος. Απόλυτος κι έντονος. Συχνά διακοπτόμενος, αλλά έχει κι αυτό την αίγλη του. Θύμιζε κινηματογραφικούς έρωτες που αρνούνται να δώσουν φινάλε, γιατί απλούστατα μπορούν να διαιωνίζονται για πάντα.
Στο μεταξύ, έχουν ήδη διακοπεί καμιά εκατοσταριά φορές μόνο και μόνο για να συναντηθούν ξανά στο τέλος και να κάνουν εσένα, που κάθεσαι ωραία κι όμορφα στη γωνίτσα σου, να νιώσεις λίγο βλάκας που νόμιζες πως θα τέλειωναν εξ’ αρχής κι αυτονόητα.
Κι είναι από κάτι τέτοια που μαθαίνεις, πως κάποιοι έρωτες δεν τελειώνουν. Μεταμορφώνονται, αλλάζουν, όμως ποτέ δεν τελειώνουν. Τουλάχιστον, δε θα φτάσεις ποτέ να το δεις γιατί θα πάνε τσάμπα όλου του κόσμου οι προσδοκίες για ένα happy ending.
Όμως ρώτα τους κι αυτούς. Ρώτα τους να δεις σ’ αυτά τα λίγα κινηματογραφικά καρέ που σπαταλάν χώρια, πόση είναι η αγωνία που τους ζώνει. Είναι κι αυτή, όπως και να το κάνεις, κάμποση απόσταση. Λίγο το ‘χεις; Ν’ απλώνεις το χέρι για ν’ αγγίξεις κι εκείνο ούτε για ιδέα να μη φτάνει.
Κι εκείνη αυτό φοβόταν. Πώς να μην το φοβάται, δηλαδή; Έχεις δει ερωτευμένο άνθρωπο να μπορεί να ζει μονάχος; Ίσως θα έπρεπε να το ‘χε συνηθίσει. Αυτό, που χώριζαν κάθε τόσο. Ύστερα σου μιλάνε για συνήθεια. Φιλιά και μάτια, συνηθίζονται. Η απουσία, πάλι, ποτέ.
Αν το θες, μπορείς να τη δεχτείς μα μέσα σου θα στέκει πάντα αδικαιολόγητη κι εσύ ο για πάντα αδικημένος. Κι ας ξέρεις πως θα γυρίσει, δεν του το κρατάς που φεύγει; Πού πάει, δηλαδή; Να ‘ξερες μόνο πώς κουράζουν αυτά τα μέσα-έξω.
Κι η Μαρία το ήξερε, πως κι εκείνος θα γυρνούσε. Μα θα επέστρεφε, όπως και να ‘χει, από μόνη της. Και πάλι, όμως, πόσο θ’ άντεχε; Δε φτιάχνονται σχέσεις απ’ τα αβέβαια, περίπου και σχεδόν. Κουράζεσαι. Θες να ξέρεις. Γερνά η ψυχή σου με τόση ανασφάλεια.
Και να σ’ έσωζε ο έρωτας, καλά θα ήταν. Μα κι αν τον αφήνεις μόνο, τι να σου κάνει; Να κρατήσει ήθελε. Κι ειλικρινά, τα είχε όλα τα φόντα.
Πέρασαν κάτι μήνες, κοντά στους τέσσερις. Σ’ αυτούς, κανονικά είσαι στο στάδιο της αποδοχής και της ανακύκλωσης. Εκεί, δηλαδή, που τελικώς σηκώνεσαι απ’ το πάτωμα και σταματάς να περιμένεις. Λες πως τον ξεπέρασες κι εκείνη σου τελείωσε.
Κι όμως μια στο τόσο εκείνη θα τον έβλεπε και τα κοντέρ θα μηδένιζαν. Εκείνος θα χαμογελούσε κι ίσως μετά αυτή να τον κρατούσε με τον ίδιο τρόπο, όπως έκανε παλιά. Κι ίσως τελικά εκεί να λύνεται όλου του κόσμου το μυστήριο· τι είναι έρωτας, τι εμπεριέχει.
Ίσως, λοιπόν, ο έρωτας να μην είναι τίποτα απ’ όλα τα συνηθισμένα μελοδραματικά κλισέ, αλλά αυτά ακριβώς τα δευτερόλεπτα που θα μείνεις μόνος και θα πεις, «Διάολε, μου λείπει». Ίσως έρωτας να ‘ναι αυτό, που θες να κοιτάς μόνο ένα ζευγάρι μάτια ή μάλλον που όλα τα υπόλοιπα είναι, να μωρέ, λίγο αδιάφορα.
Και πες εντάξει, τα νιώθεις όλα αυτά. Είναι μάλιστα κι αμοιβαίο. Αυτό το πέρα-δώθε, πώς το παλεύεις; Θα κουραστείς, είναι σίγουρο. Δηλαδή, εκ των πραγμάτων, κανένας έρωτας δεν είναι αρκετά τυφλός ώστε να σε κάνει να παραβλέψεις τέτοιο τοίχο.
Πώς να της το ρίξεις τ’ άδικο, που πετάριζε η καρδιά της απ’ την απορία; Θα μπορούσανε ποτέ να είναι μαζί; Στην τελική, θα μπορούσε να κουραστεί και να φύγει. Ίσως πρώτα αυτός, γιατί πάντα τους άλλους τρέμεις μήπως φύγουν. Θα μπορούσε όμως να ‘φευγε κι αυτή.
Ίσως να μην άντεχε ή ίσως να ‘φευγε από εγωισμό και μόνο. Και τι να το κάνεις το πάθος; Πόσο να σου φτάσει; Αυτά, άνθρωπέ μου, ξεφτίζουν. Τι θα μείνει, εκεί είν’ το θέμα. Και τη Μαρία, αυτό την έτρωγε.
Πως μια μέρα ίσως αυτό που για καιρό το συντηρούσαν να διαλυόταν κι ειλικρινά, τίποτα δεν υπάρχει χειρότερο απ’ αυτό. Είναι, βλέπεις, διπλή η αποτυχία· μια που εξ’ αρχής δεν το ‘χτισες καλά κι άλλη μια δεύτερη, που κι αν το ξαναέχτισες, σου έπεσε κάτω λίγο-λίγο.
Το ξέρεις και το ‘ξερε κι εκείνη πως η ζωή δεν τους αγαπά κάτι τέτοιους έρωτες. Είναι απ’ αυτούς που λήγει πρώτους. Εσύ, βέβαια, τ’ αγνοείς τα στατιστικά και καλά κάνεις. Έτσι πρέπει. Πού και πού, όμως, τις ζητάς τις άλγεβρες και τις χημείες και το βλέπεις, πως κάπου θα ζοριστείς να ευτυχίσεις.
Θα το σώσεις, παρ’ όλα αυτά, αλήθεια. Κι εκείνη, αυτό θα ήθελε να ακούσει. Πως ναι, ίσως να είναι δύσκολα. Ίσως τελικά να μην το άντεχε. Πάντα μπορεί, εν τέλει, να χτυπήσεις πάτο. Η πιθανότητα. Η προοπτική. Αυτά έχουν σημασία.
Και να το θυμάσαι· Είναι απ’ τα μεγαλύτερα «Ίσως» και «Σχεδόν», που χτίζονται τα πιο σίγουρα «Για πάντα».
Επιμέλεια Κειμένου Αναστασίας Θεοφανίδου: Πωλίνα Πανέρη
Αυτή ήταν η ιστορία της Μαρίας για τη στήλη Your Stories Reloaded. Στείλει κι εσύ τη δική σου εδώ.