Πριν από κάθε κόντρα έλεγχε τα σύννεφα σπιθαμή προς σπιθαμή.
Πηδούσε πάνω τους για να δει την αντοχή τους κι έτρεχε από τη μια άκρη ως την άλλη για να διαπιστώσει ποιο απ’ όλα είχε το μήκος που θα της επέτρεπε την απαιτούμενη επιτάχυνση.
Μόλις έβρισκε το κατάλληλο, έχωνε το κεφάλι της, ακόμη και το σώμα της καμιά φορά ανάλογα με το πάχος του, για να δει τι υπάρχει από κάτω.
Είχε αδυναμία στις οροσειρές που φορούσαν χιόνια Χειμώνα-Καλοκαίρι και βρέχανε τα πόδια τους σε κάτι μακριά ποτάμια που περιτριγύριζαν τις πόλεις σαν υγρές αγχόνες.
Δεν είναι ότι μισούσε τον πολιτισμό, αλλά έβρισκε τις πόλεις επικίνδυνες.
Σαν η πόλη να ήταν μια μηχανή του γκαζόν που είχε σκοπό να κάνει τα πάντα ομοιόμορφα ξεριζώνοντας τα λουλούδια που είχαν ξεπετάξει το κεφάλι τους ανάμεσα στα χορτάρια και δεν άφηνε τίποτε να είναι πιο ψηλό, πιο παχύ, πιο στραβό.
Μετά από αρκετό ψάξιμο, το κορίτσι κατέληξε ότι το καλύτερο σύννεφο ήταν αυτό πάνω από το Τούτλινγκεν, στη νοτιοδυτική Γερμανία.
Ήταν όσο χρειαζόταν πυκνό και σε αρκετό ύψος για να φτάσει το αεροπλάνο με μια καλή εκτίναξη.
Και ήταν τόσο άσπρο, όσο και τα τετράποδα συννεφάκια που έβοσκαν στα λιβάδια από κάτω του.
Το αγόρι που θα τη συντρόφευε σήμερα στην κόντρα δε φαινόταν και πολύ ευχαριστημένο.
«Δεν είναι και τόσο σόι. Έχει κενά». Στραβομουτσούνιασε και κοίταξε τον ορίζοντα για κάτι καλύτερο.
Το κορίτσι περίμενε υπομονετικά, όπως είχε κάνει με πολλά αγόρια ως τώρα.
«Τέλος πάντων», είπε εκείνός στο τέλος. «Αφού δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Αλλά δεν το έψαξες και πολύ».
Το κορίτσι ήθελε να του πει ότι είχε αρκετή εμπειρία και ότι το σύννεφο ήταν μια χαρά, αλλά σκέφτηκε να τον αφήσει να γκρινιάξει για λίγο μήπως ξεθυμάνει κι αρχίσουν να ετοιμάζονται.
Το αεροπλάνο για Άμστερνταμ ήταν Μπόιγκ 747 και ήθελε τέλειο συγχρονισμό αν ήθελαν να το ξεπεράσουν.
Το αγόρι έκανε κόντρα με αεροπλάνο για πρώτη φορά και δεν ήθελε να τον περάσει το κορίτσι για άσχετο.
«Θα πάρεις φόρα και θα αρχίσεις να τρέχεις με όλη σου τη δύναμη, μόλις δεις το αεροπλάνο εμφανίζεται κάπου εκεί». Άπλωσε το αριστερό της χέρι και του έδειξε ψηλά, εκεί που οι δείκτες του ρολογιού θα έδειχναν δέκα η ώρα.
«Θα μετρήσεις μέχρι το δεκαπέντε. Και μετά θα πηδήσεις όσο πιο ψηλά μπορείς ανοίγοντας τα χέρια και τινάζοντας το σώμα σου με όλη σου τη δύναμη. Αυτό είναι και το πιο δύσκολο. Αν δεν καταφέρεις να φτάσεις δίπλα του, δεν θα μπορέσεις να πετάξεις κάτω από ταπαράθυρα. Πρόσεχε.
Δεν φτάνουμε ποτέ στα παράθυρα. Το θέμα δεν είναι να σπείρουμε τον πανικό. Η απόλαυση είναι για μας. Η στάση ζωής μας. Αν πηδήσεις σωστά, το μόνο που χρειάζεσαι μετά είναι καλή ισορροπία. Αλλά πρέπει να έχεις αποκτήσει τη σωστή ταχύτητα».
Το αγόρι την κοίταξε όπως θα κοιτούσε τη γιαγιά του αν προσπαθούσε να του δείξει πώς να φάει το αυγό του.
«Μπορεί να μην έχω ξαναπετάξει σε κόντρες, αλλά έχω πετάξει χιλιάδες φορές. Μη μου λες πράγματα που ξέρω. Με νευριάζει τρομερά αυτό».
Και της γύρισε την πλάτη δοκιμάζοντας με το πόδι του την πυκνότητα του σύννεφου, ξεφυσώντας σαν τρένο.
Το κορίτσι και πάλι δεν είπε τίποτα.
Ίσως γιατί της άρεσε αυτό το αγόρι, που όταν γκρίνιαζε, τα μαλλιά του έπεφταν στα μάτια του και νευριασμένα τα έκανε στην άκρη.
Αν δεν υπήρχε καθυστέρηση, το Μπόιγκ θα εμφανιζόταν σε πέντε λεπτά.
Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλο και άναψαν τσιγάρο.
Το αγόρι άνοιξε ένα μπουκάλι Βουργουνδίας και το κορίτσι τού πρότεινε δυο κρυστάλλινα ποτήρια. Κατέβασαν την πρώτη γουλιά μαζί σαν συνέταιροι στο έγκλημα από καιρό.
Το κορίτσι τού είπε να χώσει το κεφάλι του στο σύννεφο και να κοιτάξει τη θέα κάτω από αυτό.
Το Τούτλινγκεν γυάλιζε κάτω απ’ τον ήλιο. Πρασινάδα παντού.
Ο Δούναβης, μια κορδέλα γύρω από τα χωριά τής Γερμανίας και της Ελβετίας. Και στο βάθος σκούρος ορίζοντας. Ο Μέλανας Δρυμός.
Υπήρχε μια ησυχία, δεν ήταν ακριβώς ησυχία, ήταν όλοι μαζί οι απόηχοι της γης κλεισμένοι σε κουτί, σαν το σύννεφο να έπαιζε μια αθόρυβη, πνιχτή μουσική.
«Γι αυτές τις στιγμές κάνω αυτό που κάνω», είπε το κορίτσι. «Για να μην καταλήξουμε να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από θαμπωμένα τζάμια, τρώγοντας από πλαστικούς δίσκους και ακούγοντας το μωρό της μπροστινής θέσης να ουρλιάζει».
Το αγόρι της χαμογέλασε και εκείνη σάστισε για μια στιγμή.
Είχε ένα χαμόγελο τόσο λευκό όσο το σύννεφο. Κοίταξε το ρολόι της και του είπε ότι ήταν ώρα να πάρουν θέση. Μια κουκίδα εμφανίστηκε ψηλά στο βάθος και το αγόρι κοκκίνισε από έξαψη.
«Είσαι έτοιμη;»
«Έτοιμη. Μην ξεκινάς ακόμη, περίμενε… Τώρα!» φώναξε και οι δυο μαζί άρχισαν να τρέχουν ουρλιάζοντας.
«Πήδα!» Του φώναξε εκείνη, αλλά αυτός δεν μπόρεσε να συγχρονίσει το βήμα του. Το κορίτσι πέταξε ψηλά, άφησε το σύννεφο κάτω της και έφτασε κάτω από τα παράθυρα του αεροπλάνου. Το αγόρι μπόρεσε να σηκωθεί μόλις μερικά μέτρα πάνω από το σύννεφο.
«Τίναξε το σώμα σου προς τα πάνω!» του φώναξε, αλλά ήξερε ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τη φτάσει.
Το κορίτσι δεν προσπέρασε το αεροπλάνο.
Έμεινε ακίνητο στον αέρα να κοιτάζει το αγόρι που είχε επιστρέψει στο σύννεφο και μάζευε τα πράγματά του.
Προσπάθησε να τον προλάβει, να του πει ότι πάντα έτσι είναι την πρώτη φορά, να τον πείσει να μείνει μαζί της. Να του πει ότι κουράστηκε να πετάει μόνη.
Όταν έφτασε στο σύννεφο, αυτός είχε φύγει. Δεν είχε αφήσει τίποτε που να τον θυμίζει. Είχε πάρει ακόμη και το μπουκάλι το κρασί με τα δύο ποτήρια.
Για μια στιγμή σκέφτηκε να τα παρατήσει. Τι της είχε κάνει αυτό το αγόρι;
Πήδησε από σύννεφο σε σύννεφο.
Έκλαιγε, αλλά συνέχισε να αλλάζει σύννεφα μέχρι που έφτασε πάνω από το Λονδίνο.
Έχωσε το κεφάλι της και είδε τον Τάμεση. Άκουσε ιαχές να έρχονται από το Γουέμπλεϊ.
Θυμήθηκε ότι το να ζει έτσι ήταν πιο σημαντικό από το αγόρι.
Και ξάφνου είδε μια κουκίδα ψηλά στο βάθος. Όρθια και με όλη τη δύναμή της έτρεξε, άπλωσε τα χέρια της και πήδησε ψηλότερα από κάθε άλλη φορά.
Έφτασε ως τα παράθυρα του αεροπλάνου. Κοίταξε τα πρόσωπα των επιβατών για πρώτη φορά.
Πρόσωπα με το στόμα ανοιχτό. Επικράτησε αναστάτωση στην καμπίνα, η αεροσυνοδός έβγαλε ανακοίνωση να μη δώσουν σημασία. Τους εξήγησε ότι είναι αυτό το παράνομο κίνημα που έχει ξεσηκώσει την κοινή γνώμη και τα συμβούλια των αεροπορικών εταιριών. Ότι πρόκειται για κάτι άμυαλα παιδιά που νομίζουν ότι κάνουν αντίσταση και ότι ο καιρός στο Λονδίνο αναμένεται αίθριος.
Το κορίτσι από την ουρά του αεροπλάνου, έφτασε στη μέση.
Ένας χοντρός κύριος με γυαλιά έμεινε να την κοιτάζει με το πλαστικό πιρουνάκι στον αέρα. Η αεροσυνοδός όρθια γελούσε νευρικά. Μια γυναίκα έσφιξε τη ζώνη της.
Το κορίτσι έφτασε στις πρώτες θέσεις.
Θα έφτανε στον πιλότο αν δεν ερχόταν φάτσα με φάτσα με το πρόσωπο του αγοριού.
Το αγόρι καθόταν στη θέση δίπλα στο παράθυρο με σβησμένα μάτια.
Εκείνη άνοιξε τα δικά της μην πιστεύοντας. Το αγόρι ήταν μέσα στο αεροπλάνο κι έπινε το κρασί από ένα πλαστικό ποτήρι. Το κορίτσι ήθελε να φωνάξει αλλά δεν φώναξε.
Το αγόρι γύρισε το κεφάλι του και άρχισε να μιλάει με το κορίτσι που καθόταν δίπλα του.
Illustration by Burcu Musselwhite