Καμιά φορά περνάει από το μυαλό μου πόσα ακόμα ευφάνταστα ονόματα θα σκαρφιστούμε για την προσωπική αδράνεια. Μήπως έχει τύχει ν’ ακούσετε το «σύνδρομο του βραστού βατράχου»; Το σύνδρομο αυτό ουσιαστικά περιγράφει ότι αν ένας βάτραχος τοποθετηθεί σε νερό που θερμαίνεται σταδιακά, προσπαθεί συνεχώς να προσαρμόσει τη θερμοκρασία του για να ανταπεξέλθει στην αυξανόμενη θερμοκρασία του νερού. Το νερό κάποια στιγμή φτάνει στο σημείο βρασμού και τότε ο βάτραχος, που δεν μπορεί πλέον να προσαρμοστεί άλλο, προσπαθεί να βγει έξω από αυτό για να σωθεί. Αυτό όμως δεν είναι πλέον εφικτό, αφού έχει ήδη εξαντλήσει όλη την ενέργειά του για να συνηθίσει τη θερμοκρασία του νερού. Εν τέλει ο βάτραχος δεν τα καταφέρνει και βράζει στο νερό.
Αυτό που ουσιαστικά αφάνισε το βάτραχο, δεν είναι το βραστό νερό αλλά η απόφασή του να προσπαθήσει να προσαρμοστεί, με αποτέλεσμα να εξαντλήσει όλη την ενέργειά του κι έτσι την πιο κρίσιμη στιγμή να μην έχει τη δύναμη να γλιτώσει. Μήπως όλο αυτό σας ακούγεται γνώριμο;
Δυστυχώς είναι μια κατάσταση που ίσως βιώνεται σε μεγάλο ποσοστό από απλά κάποιοι το συναντούν σε μικρότερο και κάποιοι σε μεγαλύτερο βαθμό, κάποιοι σ’ ένα τομέα της ζωής τους και κάποιοι σε περισσότερους ή ακόμα και σε όλους. Τα παραδείγματα αναρίθμητα, τόσο με ανθρώπους όσο και καταστάσεις, στον επαγγελματικό τομέα αλλά και στην προσωπική μας ζωή, είτε αφορά στην οικογένεια, είτε στους φίλους είτε στις σχέσεις μας.
Η εμμονή μας να παραμένουμε σε λανθασμένες ή ατελέσφορες καταστάσεις και μη συμβατές με τα θέλω, τα πιστεύω και τις επιθυμίες μας, αλλάζοντας σημαντικά κομμάτια του είναι μας και μάλιστα βεβιασμένα μπας και προσαρμοστούμε, αντί να βρούμε τη δύναμη να φύγουμε όσο είναι νωρίς, είναι αδιαμφισβήτητη. Το αποτέλεσμα είναι δυστυχώς και μάλιστα με μαθηματική ακρίβεια, ένα, ν’ αναλωνόμαστε συνεχώς και μάλιστα σε βαθμό υποτίμησης του ίδιου μας του εαυτού.
Οι λόγοι που οδηγούν στην έκφραση αυτού του συνδρόμου είναι αρκετοί. Κάποιοι είναι συνδεδεμένοι, με τυχόν κοινωνικά στερεότυπα και ταμπέλες, τα οποία δύσκολα αποτινάσσουμε από πάνω μας, όχι γιατί δεν έχουμε την ικανότητα, αλλά γιατί υποσυνείδητα γνωρίζουμε ότι η αποδοχή τους είναι σαφώς πιο εύκολος δρόμος συγκριτικά με το να εναντιωθείς σ’ αυτά. Άλλοι λόγοι συνδέονται με προσωπικές ανασφάλειες και φόβους, τα οποία αποτελούν τον μεγαλύτερο και δυσκολότερο εχθρό ενός ανθρώπου. Είναι δύσκολο να μάθεις τον εαυτό σου, να τον αποδεχτείς όπως ακριβώς είναι αρχικά κι ύστερα να τον βελτιώσεις και να τον εξελίξεις, αντιμετωπίζοντας τις όποιες ανασφάλειες και φόβους, επειδή εσύ το επιθυμείς κι όχι για να κουμπώσεις στα καλούπια των άλλων. Ναι είναι δύσκολο, όμως όχι ανέφικτο και παρ’ όλα αυτά προτιμούμε τον δρόμο που θα φέρει την απόλυτη μαζοποίηση έτσι ώστε να «ταιριάζουμε».
Επίσης άλλοι λόγοι, οφείλονται στην τάση μας να μην αποδεχόμαστε ουσιαστικά την όποια αλλαγή στην καθημερινότητα και τη ρουτίνα μας και να μην καλωσορίζουμε οτιδήποτε απειλεί να ταράξει τη βολή μας. Η συνήθεια είναι μια λέξη την οποία μας έχουν περάσει στο μυαλό μας, με θετικό πρόσημο. Δε θα έπρεπε όμως. Η εν λόγω, σε όποια πτυχή της κι έκφρασή της έχει συχνά αρνητικές συνέπειες αφού γίνεται δικαιολογία μας για να μείνουμε αρχικά στάσιμοι ως χαρακτήρες, ως άνθρωποι, ως φίλοι, ως σύντροφοι και ως επαγγελματίες. Κι όταν η στασιμότητα δεν αρκεί για να διατηρηθεί η ρουτίνα κι η βολή μας, σπεύδουμε να προσαρμοστούμε βιαστικά και βεβιασμένα, αλλοιώνοντας σημαντικά τον εαυτό μας και μην έχοντας εκπληρώσει τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας γιατί επιλέξαμε την παθητική αδράνεια. Η όποια αλλαγή γύρω μας, πρέπει να μας βρίσκει μάχιμους κι έτοιμους για δραστικές αποφάσεις και κινήσεις με σκοπό να διαφυλάξουμε όσο γίνεται την ακεραιότητα του χαρακτήρα μας και την ευτυχία μας κι όχι να κλαίμε πάνω από χυμένο γάλα.
Ο βάτραχος λοιπόν δεν τα κατάφερε γιατί αρνήθηκε να εναντιωθεί στην αλλαγή της θερμοκρασίας και να πηδήξει έξω παρ΄ όλο που μπορεί, γιατί φοβήθηκε να πράξει δυναμικά κι ανεξάρτητα απ’ όσα ήδη γνώριζε. Γιατί το μόνο που έμαθε είναι πως πρέπει να αλλάζει τη θερμοκρασία του σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκεται, τυφλά, ακόμα κι αν του κοστίσει την ίδια του τη ζωή. Εσύ όμως;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου