«Τώρα που βρήκα πια μιαν αγκαλιά, καλύτερη κι απ’ ό,τι λαχταρούσα, τώρα που μου ‘ρθαν όλα όπως τα ‘θελα κι αρχίζω να βολεύομαι μες στην κρυφή χαρά μου, νιώθω πως κάτι μέσα μου σαπίζει».
Η ποίηση κρύβει θησαυρούς της ψυχής, που για τον καθένα υποδηλώνουν κάτι διαφορετικό. Μια φράση έχει την ικανότητα να σε ταρακουνήσει ή να σου θυμίσει κάτι που τάχα είχες ξεχάσει ή θάψει. Ο έρωτας δεσπόζει στον ποιητικό κόσμο και κρατά τα ηνία των λέξεων που τη συνθέτουν. Κατά κύριο λόγο η ποίηση είναι γένους ερωτικού, όμως το τι θα προκαλέσει στον κάθε αναγνώστη είναι ξεχωριστό, είναι μια υποκειμενική υπόθεση. Άραγε η παραπάνω φράση τι ξύπνησε μέσα σου;
Η φράση αυτή του ποιητή, Ντίνου Χριστιανόπουλου, μπορεί να προβληματίσει ή να ξεκαθαρίσει καταστάσεις. Όταν εμφανίζεται ένας άνθρωπος στη ζωή σου που την κάνει ομορφότερη, όταν τον ερωτεύεσαι κι αρχίζει να γίνεται η καθημερινότητά σου, τότε αρχίζεις να συνειδητοποιείς τι έχει σημασία στη ζωή σου, ποιους ανθρώπους θέλεις να έχεις δίπλα σου και τι είναι εκείνο, που σε κάνει χαρούμενο και προπάντων σου προσφέρει ηρεμία. Σαν να γίνεται ένα ξεκαθάρισμα στο μυαλό και στην καρδιά σου, μαζί με τα πάνω-κάτω που σού έχει φέρει ο έρωτας. Το τοπίο ξεθολώνει και βλέπεις κάποιες καταστάσεις πολύ πιο ώριμα, θα λέγαμε και λογικά. Οπότε ό,τι αχρείαστο «σαπίζει».
Τι άλλο μπορεί να είναι εκείνο το «κάτι» που «σαπίζει», αν όχι το παρελθόν και το πετσί του εαυτού σου, αφού ξαναγεννιέσαι. Σαπίζουν συναισθήματα για ανθρώπους, που δεν είναι εκεί για εσένα πια– ούτε εσύ είσαι εκεί για εκείνους-, σαπίζουν σκέψεις που σε τρόμαζαν και σε κούρασαν. Σε στενοχωρεί που αφήνεις ένα μέρος του εαυτού σου πίσω, αλλά προτιμάς αυτόν που τιμάς τώρα. Προτιμάς μια ουσιαστική, μεστή χαρά μπρος σε χίλια δυο αγκαθάκια που σε τυραννούσαν, αλλά δεν είχες τα κότσια ή το κουράγιο να τα κάψεις. Και τώρα τα κοιτάς από μακριά και τα αφήνεις, να σιγοκαίνε και να αναγεννηθούν από τη στάχτη τους, μακριά σου.
Η ανθρώπινη φύση, όμως, κρύβει και μια ματαιότητα. Η ανάγκη του ανθρώπου να κυνηγάει το τέλειο, η ανικανότητά του να δεχτεί πως όταν όλα είναι «ιδανικά» δε σημαίνει πως έχει οριστεί το τέλος, είναι κάποια από τα ελαττώματά του, που τον εμποδίζει να ζήσει ολοκληρωτικά μια σχέση, που τον συμπληρώνει κι έχει ομορφύνει τη ζωή του. Ψάχνοντας το «τέλειο», χάνουμε την ουσία της ζωής. Ωστόσο όταν το βρούμε, αρχίζουμε να το βαριόμαστε. Αποδεχόμαστε ότι ήρθε στη ζωή μας το δέκα το καλό και τότε είναι που αρχίζει το κυνήγι για κάτι ακόμα καλύτερο και πιο πλούσιο. Αναρωτιόμαστε «και τώρα τι;», ξεχνώντας πως το «τώρα» είναι το πιο σημαντικό για μια σχέση. Η εκτίμηση προς τον άνθρωπό σου, η εξέλιξή σου και μαζί του είναι εκείνα που έχουν σημασία και νόημα. Έχεις δίπλα σου εκείνο το «ιδανικό», που δε χρειάζεται να αλλάξεις τίποτα, μα εσύ ακόμα δεν είσαι ικανοποιημένος.
Μια άλλη εκδοχή, ίσως πιο λογική, θα εξηγούσε πως όταν πια τα έχεις «όλα», δεν έχεις άλλο να δώσεις και ρουφώντας ό,τι υπάρχει μέσα σου καταλήγεις να μην έχεις τίποτα άλλο. Το έχουμε δει να συμβαίνει πολλές φορές –ή μπορεί και να το έχουμε βιώσει εμείς οι ίδιοι– να δίνεσαι τόσο πολύ σε ένα άτομο, που ύστερα να μη μένει τίποτα για τον εαυτό σου. Είναι συνέπεια ενός έντονου έρωτα, που στην ασυγκράτητη ανάγκη σου, να το νιώσεις στο εκατό τοις εκατό, καταλήγεις να μένεις άδειος. Το «είναι» σου χάνεται μέσα στο «είμαστε» που αν μη τι άλλο, είναι εκείνο που σε ολοκληρώνει. Οξύμωρο, αλλά στον έρωτα δεν υπάρχει λογική. Δίνεσαι και δένεσαι με τον άλλον και κάπου ξεχνάς, πως υπάρχει κι ένας εσωτερικός κόσμος που σου ανήκει, όσο και να θες να τον μοιραστείς έως και να τον δώσεις ολότελα στον άλλον.
Πάντοτε η ποίηση θα είναι της υπερβολής. Πάντοτε μέσα στα απλά πράγματα θα κρύβονται τα πιο βαθιά κι έντονα νοήματα. Διότι οι ποιητικές λέξεις, ως αντικατοπτρισμός της ψυχής, πονάνε, αγγίζουν και ξεγυμνώνουν. Μια φράση για τον καθένα σημαίνει κάτι διαφορετικό. Ακόμη και για τον ίδιο τον ποιητή. Η διαχρονικότητα των λέξεων, κάνουν τα ποιήματα να παραμένουν αθάνατα και κάθε μέρα να υπηρετούν μια διαφορετική κατάσταση. Άλλες φορές όμορφη, άλλες πονεμένη.
Βρίσκεις, λοιπόν, εκείνο το «καλύτερο» από αυτό που λαχταρούσες. Ζεις τη στιγμή, που όλα σου ήρθαν όπως ακριβώς τα ήθελες, χωρίς να ξέρεις πως αυτό που ζεις είναι ό,τι έψαχνες. Το ιδανικό δεν μπορείς να το ορίσεις, μέχρι να το αντικρίσεις, μέχρι να το νιώσεις και να το φιλήσεις. Το λάθος όμως, είναι να «βολευτείς μες στην κρυφή χαρά σου», διότι τότε είναι που όλα ισοπεδώνονται. Ο έρωτας δεν αξίζει μετριότητες. Η ματαιότητα του έρωτα έγκειται στην ανικανότητά μας να τον ζήσουμε απλά κι ανθρώπινα όταν τον έχουμε. Γι’ αυτό να είσαι εκεί για τον άνθρωπό σου και να του δείχνεις πόσο τον νοιάζεσαι. Βρήκες –ή θα βρεις– το ιδανικό για εσένα κι ούτε που θα φανταζόσουν ότι ο έρωτας μπορεί να κρύβεται στα απλά πράγματα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου