Ανήκω  σε μία γενιά που έζησε κοσμοϊστορικές αλλαγές, τόσο στην  τεχνολογία, όσο στο φλερτ, πόσω μάλλον στο συνδυασμό των δύο· έζησα το σχεδόν ρομαντικό καιρό που τα «μου αρέσεις» είχαν μορφή αναπάντητης με απόκρυψη, εικονομηνύματος με αρκουδάκια και τριαντάφυλλα, αλλά και την αυθάδικη εποχή του ανερυθρίαστου ιντερνετικού πεσίματος, του yasokokla και των φόρα παρτίδα ντικ πικς/nudes· γι’ αυτό και παίρνω πού και πού ύφος «θα σέβεστε» καθώς η γενιά μου, όπως και να το κάνουμε, έχει το προνόμιο να κρίνει εξ’ ιδίων και τις δυο αιχμές αυτού του δόρατος και να βγάζει λίγο πιο σφαιρικά συμπεράσματα από τις άλλες, είτε τις μεταγενέστερες, είτε τις προηγούμενες.

«Ήταν η μία εποχή καλύτερη από την άλλη γερόντισσα;» θα με ρωτήσεις και πρώτον, θα σου πω πως γερόντισσα είσαι και φαίνεσαι, δεν είμαι δα και τόσο μεγάλη, και δεύτερον πως ίσως και να ήταν, δεδομένου ότι τα παλιά εκείνα χρόνια, έπρεπε να δώσεις μια κάποιου είδους συναίνεση για να ρίξεις βλέφαρο στα private parts κάποιου, οπότε, χωρίς δεύτερη σκέψη, όχι «ίσως», σίγουρα ήταν.

Τότε, που λες, οι περισσότερες γνωριμίες, βασικά όλες, γινόντουσαν είτε μέσω γνωστών και φίλων, είτε στο σχολείο, είτε επειδή ο ένας από τους δύο είδε τον άλλον με τα μαλλιά καρφάκια ή το παντελόνι καμπάνα πάνω από το παπούτσι Nitro να πίνει σπράιτ-γρεναδίνη κι είπε από μέσα του «αφού το ξέρουμε σ’ αρέσω και μ’ αρέσεις, υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να περάσουμε μια τέλεια βραδιά εμείς οι δυο» κι έκανε με γενναιότητα το πρώτο βήμα, αφήνοντας όλα τα υπόλοιπα στην ιστορία. Ήταν εκείνες οι γνωριμίες πιο επιτυχημένες από τις σημερινές; Όχι, αλλά οι εμπλεκόμενοι είχαν σίγουρα πολύ πιο ενδιαφέρουσες απαντήσεις στην ερώτηση «πώς γνωριστήκατε;».

Επειδή σήμερα, δεδομένου πως ένα μεγάλο ποσοστό νέων γνωριμιών ξεκινάει από ένα απλό inbox αγνώστου σε κάποια πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης, σε dating apps και λοιπά δαιμόνια, δύναται κανείς να συμπεράνει πως η προαναφερθείσα ερώτηση δεν μπορεί πια να επιφέρει αυτάρεσκα χαμόγελα και «awww…» διάθεση, αλλά λοξές ματιές και περίεργες παύσεις αμηχανίας.

Σκέψου πως πια δε χρειάζεται καν να βγεις από το σπίτι σου για να κεραυνοβοληθείς. Μπορεί να κάθεσαι αμέριμνα μια μέρα στον καναπέ σου και να σκρολάρεις χωρίς σταματημό, έτσι, από τη βαρεμάρα σου. Ξαφνικά σου έρχεται ειδοποίηση πως κάποιος που τον ξέρεις μόνο εξ’ όψεως φωτογραφίας προφίλ σου πατάει καρδούλα σε δυο, τρεις, πέντε καλλιτεχνικές φωτογραφίες μαζεμένες. «Κάτι θέλει» σκέφτεσαι. Τι θέλει όμως; Τα like back σου; Να ρωτήσει ποια presets χρησιμοποιείς; Θέλει το κορμί σου; Δε θα μάθεις μέχρι να σκάσει το πρώτο μήνυμα. Που θα σκάσει, σιγά μην αργήσει. Θα πει ο άλλος την εξυπνάδα του, αν σου αρέσει θα το συνεχίσεις κι εσύ, θα μιλήσετε λίγο, θα κολακευτείς κι ας μη πολυδώσεις σημασία στην αρχή, μετά από μερικές μέρες θα ξαναμιλήσετε, στη συνέχεια η επικοινωνία θα γίνει καθημερινή, θα αρχίσετε να καλημερίζεστε και να καληνυχτίζεστε ανελλιπώς, θα κανονίσετε να βγείτε για καφέ ή ποτό, θα πέσει το πρώτο φιλί, θα ταιριάξετε, θα είσαστε μαζί ή σχεδόν μαζί, θα μαλώνετε πού και πού επειδή πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού σας θα παίζει το ερώτημα αν ο άλλος το έχει συνήθεια να κάνει μπασίματα μέσω inbox σε ό,τι του κινεί το ενδιαφέρον και η ζωή σας θα κυλάει κάπως έτσι μέχρι να το ζήσετε κι άλλο ή να χωρίσετε.

Η παραπάνω ιστορία είναι η νόρμα πλέον, καθώς το ίντερνετ είναι ένα βολικό καταφύγιο τόσο για τεμπελάκους όσο και για εξαιρετικά πολυάσχολους, ένα γραφείο συνοικεσίων χωρίς έξοδα διαμεσολαβητή και, κυρίως, ένα μέρος που κάνει την απόρριψη απαλή σαν βαμβάκι, καθώς, οκ, γιατί να πολυσκάσεις όταν σου ρίχνει άκυρο κάποιος που δεν έχεις δει καν μπροστά σου; Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως όποια ιστορία ξεκινάει με inbox είναι και καταδικασμένη, ούτε πως όποιος βρει το θάρρος να σου στείλει κάτι, το κάνει γενικά με άλλους 124 λογαριασμούς (αν και, μεταξύ μας, υπάρχει τεράστια πιθανότητα)· όποιος ισχυρίζεται κάτι τέτοιο είναι αρνητής της εξέλιξης, καθώς το ιντερνετικό φλερτ περί εξέλιξης πρόκειται, είτε το θεωρείς ok, είτε όχι, βάσει των προσωπικών σου πεποιθήσεων.

Τα ζευγάρια που γίνονται ζευγάρια μέσω ιντερνετικού φλερτ όμως εξακολουθούν να κουβαλάνε ένα «στίγμα». Πάντα θα δαγκώνονται λίγο στην ερώτηση «πώς γνωριστήκατε;». Επειδή οι άνθρωποι ρωτάνε, καθώς έχουν περιέργεια να μάθουν, να ακούσουν μια όμορφη, ρομαντική ιστορία που θα τους κάνει να ονειρεύονται, ή είναι απλά κουτσομπόληδες· αλλά και οι ερωτηθέντες με τη σειρά τους νιώθουν (εντελώς δικαιολογημένα) προκαταβολικά κατηγορούμενοι για κάτι το οποίο απλά έτυχε και πιθανότατα πέτυχε. Πιστεύουν πως οι άλλοι θα τους θεωρήσουν επιφανειακούς, θα σκεφτούν πως ο έρωτάς τους δεν έχει πιθανότητες μακροχρόνιας επιβίωσης, πως ίσως πιστεύουν πως το ζευγάρι το ζει και λίγο παραπάνω για το θεαθήναι και πάει λέγοντας.

Είναι σωστό, λοιπόν, να ρωτάει κανείς ένα ζευγάρι πώς γνωρίστηκε, ή αποτελεί καθαρή αδιακρισία; Προσωπικά δεν το θεωρώ αδιακρισία και πιστεύω πως καλό θα ήταν να τελειώσουμε επιτέλους με αυτό το θέμα ταμπού καθώς ίσως να μη φταίνε αυτοί που ρωτάνε, αλλά εκείνοι που εξακολουθούν να δαγκώνονται στο άκουσμα της ερώτησης. Άλλωστε όσο τυχαίο είναι να ερωτευτείς κάποιον που σε πλησίασε μέσω inbox, άλλο τόσο τυχαίο είναι να ερωτευτείς κάποιον που σε πλησίασε από κοντά σε κάποιο μπαρ κερνώντας σε σφηνάκι (τι καλόγουστο). Και οι δύο μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά υπέροχοι σύντροφοι, αλλά και σχιζοφρενείς δολοφόνοι ή τύποι που συλλέγουν χρησιμοποιημένα εσώρουχα ή βαλσαμωμένα ζώα στο υπόγειο του σπιτιού τους. Η επιλογή συντρόφου ή ερωτικού παρτενέρ είναι καθαρό τζογάρισμα, ξέρεις, οι άνθρωποι δεν έρχονται ούτε με διαπιστευτήρια, ούτε με pedigree, ούτε με εγγύηση. Το θέμα είναι να έχεις διαίσθηση. Αν σου βγει, σου βγήκε. Αν όχι, θα έχεις μια παραπάνω ιστορία να διηγηθείς.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου