-Φίλε πάμε για ποτάκι;
-Πάμε, αλλά να ξέρεις, δεν ακούω ελληνικά.
Πόσες φορές έχετε ακούσει ή έχετε πει αυτή την κωμικοτραγική φράση; Το τραγούδι –είτε ελληνικό, είτε ξένο– χωρίζεται σε κατηγορίες. Υπάρχει το pop, το rock, το hip-hop, το λαϊκό, το «έντεχνο» –τα εισαγωγικά γιατί δε δέχομαι τον όρο– και πολλά ακόμα που σίγουρα μου διαφεύγουν.
Η μόδα «δεν ακούω ελληνικά» έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια γιατί μάλλον όταν την ξεστομίζει κάποιος ευθύς αμέσως μεταμορφώνεται σε «ψαγμένο». Η μουσική όμως, δεν είναι ντομάτες. Έφαγα ντομάτες Μεσσηνίας δε μ’ άρεσαν, άρα απορρίπτω και τα ντοματάκια Σαντορίνης.
Το ελληνικό τραγούδι υπάρχει από την αρχαία και την ελληνιστική εποχή. Μάλιστα ένας απ’ τους δώδεκα ήταν Θεός του τραγουδιού. Εξελίχθηκε περνώντας στη βυζαντινή εποχή, που δε θα σταθώ ιδιαίτερα, γιατί κατά κύριο λόγο εξυπηρετούσε την εκκλησία. Παράλληλα με την εκκλησιαστική μουσική αναπτύχθηκε και το δημοτικό τραγούδι, που όλοι ξέρουμε λίγο-πολύ απ’ τις σχολικές γιορτές.
Μετά απ’ αυτά, φτάνουμε στα αστικά κέντρα του 20ου αιώνα, όπου εμφανίζεται το γνωστό σ’ όλους –ακόμα και σ’ αυτούς που δεν ακούνε ελληνικά– «ρεμπέτικο». Όρος μάλλον προέρχεται απ’ το «ρέμβω» κι είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη λέξη «μάγκας». Πράγμα αναμενόμενο αν σκεφτείς κάποιους απ’ τους κύριους εκφραστές του: Βαμβακάρης, Τούντας, Βαγγέλης Παπάζογλου.
Σειρά έχει το παρεξηγημένο «λαϊκό» με πρωτεργάτη τον Βασίλη Τσιτσάνη. Κύρια θεματολογία ο έρωτας, ο εμφύλιος, η μετανάστευση κι οι κοινωνικές αδικίες. Μια θεματολογία που παίρνει σάρκα κι οστά απ’ τις φωνές του Καζαντζίδη, του Μπιθικώτση, του Διονυσίου, της Πάνου, της Γκρέυ κι άλλων.
Τα ονόματα που ήδη έχουν αναφερθεί είναι γνωστά, αλλά θα πάμε σε ακόμα πιο γνωστά που θα μου δημιουργήσουν ακλόνητο επιχείρημα υπέρ της ελληνικής μουσικής. Μάνος Χατζιδάκις, Μίκης Θεοδωράκης. Οι πρώτοι εκφραστές του «έντεχνου» – ξέρετε, αυτού που δε βγάζει νόημα και συντηρείται από γκόμενες με περίοδο, όπως λένε. Βραβευμένος με Oscar καλύτερου πρωτότυπου τραγουδιού (τα παιδιά του Πειραιά) ο ένας. Υποψήφιος για Grammy και καλύτερος Ευρωπαίος συνθέτης (Copley music prize) ο άλλος .
Κάνοντας αυτή τη διαδρομή φτάσαμε στο σήμερα. Για να μην πείτε ότι υπεκφεύγω χρησιμοποιώντας προσωπικότητες του περασμένου αιώνα ας εξετάσουμε τα σημερινά δεδομένα.
Λανθασμένα το ελληνικό τραγούδι έχει ταυτιστεί με τα μπουζούκια, τα γαρύφαλλα και το αμφιβόλου ποιότητας Haig. Ως εκφραστές του αναγνωρίζονται τραγουδιστές που η καψούρα τους ξεχειλίζει απ’ τα αυτιά.
Πέρα απ’ αυτούς όμως –στους οποίους θα επανέλθω αργότερα–, υπάρχουν κι οι άλλοι. Οι εκφραστές της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Ενδεικτικά αναφέρω: Imam Baildi, Εκμέκ, Monsieur Μinimal (ναι-ναι έλληνας είναι), Μάρω Μαρκέλλου, the Vrastaz. Θα μπορούσα να γεμίσω πέντε –τουλάχιστον– σελίδες word με ονόματα. Όμως αυτό δε θα είχε κανένα νόημα.
Τους καλλιτέχνες του «έντεχνου» λίγο-πολύ τους σέβονται ακόμα κι αυτοί που ακούνε ελληνικά -κατά τύχη- και παθαίνουν ανάφλεξη. Πολλούς από αυτούς που προαναφέρθηκαν, όμως, ούτε τους έχουν ακούσει ούτε τους έχουν δει. Αυτό ωστόσο δεν τους εμποδίζει να τους βάζουν στο σακί με την ταμπέλα «ελληνικό» εννοώντας φυσικά «σκυλάδικο».
Απ’ εδώ και πέρα λοιπόν, όποιος λέει χωρίς δεύτερη σκέψη «δεν ακούω ελληνικά» θα εξετάζεται εξονυχιστικά απ’ τον Τσιτσάνη μέχρι τα Ημισκούμπρια. Αν γνωρίζει τα εκτός ύλης, θα ζητήσω ταπεινά συγνώμη.
Ας γυρίσουμε τώρα στους τραγουδιστές που συνοδεύονται με το αμφιβόλου ποιότητας Haig. Αν και δεν είμαι οπαδός αυτού του είδους μουσικής μπορώ να αναγνωρίσω τη χρησιμότητά του. Χώρισες κι έχεις βαρεθεί να μιζεριάζεις με Woven Hands και Madrugada; Υπάρχει λύση. Τα μπουζούκια. Σ’ αρέσει-δε σ’ αρέσει, είναι λύση. Μετά τα τέσσερα ποτά έχεις αρχίσει να τα βλέπεις όλα πιο όμορφα και να γουστάρεις το λουλουδοπόλεμο, τις σαμπάνιες φιγούρας (αυτές που «ανοίγονται» και δεν καταναλώνονται) κι όλα τα παρελκόμενα.
Μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι υπάρχει ένας άνθρωπος που δεν έχει πάει ποτέ σ’ «ελληνάδικο» ή σε μπουζούκια. Μπορεί να πήγε επειδή το ήθελε η παρέα του, επειδή είχε πιεί αρκετά για να φέρει αντίρρηση ή από απλή περιέργεια. Πήγε και κατά πάσα πιθανότητα το ευχαριστήθηκε.
Απευθύνω ερώτηση σ’ όλους εσάς που δεν ακούτε ελληνικά «Πώς γίνεται να χλευάζετε κάτι που δε γνωρίζετε ή κάτι που σας έχει αποτρέψει απ’ το να κόψετε τις αρτηρίες σας στην μπανιέρα;»
Επιμέλεια Κειμένου Αγγελικής Κοτσόβολου: Πωλίνα Πανέρη