Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, ξεκινάς να προγραμματίζεις τον τρόπο με τον οποίο θα κυλήσουν οι χριστουγεννιάτικες και πρωτοχρονιάτικες εορταστικές ημέρες σου. Ένα πλάνο που επί το πλείστον παραμένει ίδιο όσο κι αν τα χρόνια περνούν, με ελάχιστες διαφοροποιήσεις από χρόνο σε χρόνο, ίσως προς τα άτομα, προς το πού θα περάσεις την περίοδο αυτή, άντε και προς τον καιρό, αλλά στη βάση σου εξακολουθεί να είναι το ίδιο.
Ξεχωριστή μέρα για ψώνια, ξεχωριστή για δώρα, άλλη για κομμωτήριο, άλλη για καφέ. Περνάς απ’ τους πιο πολυσύχναστους και στολισμένους δρόμους της πόλης φορτωμένος μέχρι πάνω με σακούλες, πιθανό μεγαλύτερες κι από ‘σένα, όπως κι όλοι γύρω σου που εξακολουθούν να μπαινοβγαίνουν χαρούμενοι από μαγαζί σε μαγαζί μέσα στην εορταστική φρενίτιδα των ημερών, για να αγοράσουν αυτό κι αυτό και το άλλο κι εκείνο εκεί αλλά και το παραδίπλα.
Ώσπου αναγκάζεσαι να στρίψεις σε ένα στενό για να κόψεις δρόμο αποφεύγοντας όλη αυτή τη βαβούρα που σε ζάλισε και τότε βλέπεις. Βλέπεις αυτό που θεωρητικά ξέρεις, αυτό που ακούς ότι υπάρχει εκεί έξω να γίνεται πραγματικότητα.
Σπάνια έως καθόλου θα δώσεις σημασία σε αυτούς που στέκονται λίγο πιο πέρα απ’ την είσοδο των μαγαζιών κι όχι δε ζητιανεύουν απαραίτητα, αλλά οι περισσότεροι απ’ αυτούς κοιμούνται σε χαρτόκουτες, έχοντας χάσει τα πάντα είτε είναι αυτοί που ψάχνουν έναν τρόπο να εξασφαλίσουν την επόμενη δόση τους, έχοντας χάσει τα πάντα αλλά κυρίως την ίδια τους τη ζωή.
Τους προσπερνάς, σκεπτόμενος τι διαφορά μπορώ να κάνω εγώ, αλλά σε μια άλλη συζήτηση που είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα βρεθείς, είσαι ο ίδιος που θα πει και θα υποστηρίξει διακαώς ότι το νόημα των Χριστουγέννων είναι βαθύτερο και κρύβεται στο να μοιράζουμε τη χαρά και την καλοσύνη κι οτιδήποτε κρατάμε στα χέρια μας είτε σε αυτούς που αγαπάμε είτε όμως και σε αυτούς που στάθηκαν λιγότερο τυχεροί.
Είσαι αυτός που δείχνεις φιλεύσπλαχνος, συμπονετικός, που κοροϊδεύεις όλους αυτούς τους κενούς ανθρώπους και καυχιέσαι ότι εσύ δεν είσαι έτσι, αλλά μάντεψε τι, μόνο στα χαρτιά. Στην πραγματικότητα είσαι ακριβώς αυτός που κατακρίνεις, που και τα φετινά Χριστούγεννα ακριβώς όπως και πέρσι και τα προηγούμενα χρόνια θα το δεις ως μία πολύ καλή χειρονομία να πας γλυκά στο ορφανοτροφείο, να επισκεφθείς το γηροκομείο, αλλά ποτέ δε θα βρεις το χρόνο. Και θα δικαιολογήσεις κιόλας τον εαυτό σου γι’ αυτό. «Ήθελα να πάω, αλλά πήγα εκεί, έκανα αυτό, ε, πέρασε κι ο καιρός, ξεχάστηκα, και δεν πρόλαβα…».
Μάταια προσπαθούν να σε συγκινήσουν κι οι στοιχειώδεις εθελοντικές δράσεις που διοργανώνονται αυτό το διάστημα. Ακόμη κι εκεί, αν πάρεις την απόφαση τελικά να πας, μέσα στο μυαλό σου θα είναι να ανεβάσεις την πιο «ανιδιοτελή» selfie της χρονιάς, και καταφέρνοντας με αυτόν τον τρόπο να εκνευρίζεις όλους τους υπόλοιπους που βρίσκονται εκεί για να βοηθήσουν.
Είσαι αυτός που θα βρεθείς σε ένα χριστουγεννιάτικο bazaar διοργανωμένο από συλλόγους που δραστηριοποιούνται σε διάφορους τομείς, τόσο για τα παιδιά, όσο και για τους τοξικομανείς, για τους πρόσφυγες κι όσους έχουν ανάγκη και το μόνο που θα κάνεις είναι να σχολιάζεις τα χείριστα. Γιατί μέχρι εκεί πάει το μάτι σου, πόσο μάλλον η σκέψη σου, στα επιφανειακά.
Βέβαια τι να περιμένει κανείς από ‘σένα; Εδώ δεν περνάς καν χρόνο με την οικογένειά σου, θα ενδιαφερθείς για κάποιον άλλον που μπορεί να είναι εντελώς άγνωστος σε ‘σένα; Σε κάθε οικογενειακό τραπέζι είσαι αυτός που θα σηκωθεί πρώτος να φύγει, γιατί έχεις κανονίσει να πας έξω με φίλους. Είσαι ο πρώτος που θα φύγει απ’ τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές, γιατί δεν αντέχει να μείνει στο πατρικό του σπίτι πάνω από 3-4 μέρες. Το θέμα είναι, έτσι σε έμαθαν αυτοί ή ήταν επιλογή σου;
Το να μην έχεις πάρει ποτέ σου αγάπη και γι’ αυτόν το λόγο να μην μπορείς να δώσεις, το καταλαβαίνω, δε το έχω δεχτεί ακόμη αλλά οκ, εν μέρει το δικαιολογώ. Αλλά δεν μπορώ να πιστέψω πως κανείς σας εκεί έξω, έστω και ένας δεν έχει αγαπηθεί. Γιατί αυτό φαίνεται, σε κάθε ευκαιρία. Ότι δεν ξέρετε τι θα πει συμπόνια και το πώς είναι να έχεις ποιότητα ως άνθρωπος. Κανείς δεν ασχολείται με αυτό, δε φαίνεται να είναι σημαντικό, κανείς δεν το επαινεί πια όταν το συναντά σε έναν άνθρωπο, με αποτέλεσμα να σε αφήνει παγερά αδιάφορο.
Και για να μη γίνομαι πολύ σκληρή μαζί σου χρονιάρες μέρες, δε σου λέω να πας να στηθείς και να μοιράζεις φαγητό σε συσσίτια της ενορίας, ή να φύγεις για Μυτιλήνη με το πρωινό αν δε διατίθεσαι ή δεν μπορείς να το κάνεις, αλλά μπορείς επιτέλους να σταματήσεις την καραμέλα του πόσο σκέφτεσαι και λογαριάζεις τον διπλανό σου κι αντί γι’ αυτό να αρχίσεις πράγματι να κάνεις κάτι έμπρακτα γι’ αυτόν.
Αυτό το οποίο άκουγες μεγαλώνοντας, ότι «η σκέψη μετράει» ποτέ δε σου διευκρίνισαν ότι μετράει όταν ακριβώς η σκέψη αυτή εκδηλώνεται τουτέστιν γίνεται πράξη, ή χειρονομία, όσο μικρή κι απλή κι αν είναι, και τότε μόνο είσαι σίγουρος πως πίσω απ’ αυτήν κρύβεται η πραγματική σου θέληση, κι ο πραγματικός εαυτός σου.
Επιμέλεια Κειμένου Σοφίας Γαρμπή: Πωλίνα Πανέρη