Είναι όλα τακτοποιημένα. Όλα ρυθμισμένα. Υλικά και άυλα. Συνήθειες και συναισθήματα. Αντικείμενα και όνειρα. Οι μέρες και οι νύχτες. Όλα ρυθμισμένα με βάση την παρούσα κατάσταση. Δουλειά όποτε υπάρχει, οι αγαπημένοι φίλοι, συγγενείς κάποιοι λίγοι και μετά πληθώρα όμορφων πραγμάτων. Βιβλία, ταινίες, μουσικές, βόλτες κι ενίοτε ταξίδια. Μια εσωτερική ησυχία είναι από καιρό συντροφιά. Μια σιωπή τα βράδια. Μια γλυκιά ρουτίνα τις μέρες. Ναι, είναι όλα τόσο καλά τακτοποιημένα.
Μα λείπουν, όμως, άλλα. Λείπει το καρδιοχτύπι, διάσπαρτο μέσα στο εικοσιτετράωρο, να σπάει την πλήξη. Λείπει η ανασφάλεια που κάνει την καρδιά να χτυπά ακανόνιστα. Λείπει η μυρωδιά της γυμνής σάρκας που σε ανεβάζει στο φεγγάρι. Λείπει και το εκτόπισμα της παρουσίας εκείνης που θα σου τσαλακώσει τα σεντόνια μα και τη θλίψη κάποιων στιγμών. Λείπουν και δυο καυτά χείλη να κλείνουν και να ανοίγουν τη μέρα.
Όσο κι αν λείπουν τα παραπάνω, με τον καιρό η αίσθηση των ελλείψεων μετριάζεται. Και ο χρόνος κυλάει χωρίς να ενοχλεί. Μέχρι που κάποιος έρχεται δειλά και σου χτυπά την πόρτα. Στην αρχή ταράζεσαι, ενοχλείσαι, τσαντίζεσαι. Τον διώχνεις. Αυτός επιμένει. Κολακεύεσαι. Τον αφήνεις απλά να υπάρχει εκεί, χωρίς να δίνεις θάρρος. «Φιλικά» που λένε. Μα επιμένει, γαμώτο κι εσένα από ένα σημείο και μετά οι αντιστάσεις πέφτουν. Σα να ρίχνει νερό στον πάγο σου. Σα να πετάει πετραδάκια στο τζάμι σου. Δε θες να τ’ ανοίξεις μα επιμένει.
Κι επιμένει. Κι επιμένει. Με αυτό που σου έλειψε περισσότερο. Με την τακτική παρουσία. Με ένα επαναλαμβανόμενο καθημερινό μοτίβο που αποσυντονίζει τις μέρες σου. «Βρε λες;» σου λέει ο καθρέπτης σου κι εσύ γελάς και του ρίχνεις νερό. Κι αυτός εκεί! Εσύ όμως κάθετος, χαρακτήρας αντιδραστικός. Μέχρι που ένα βράδυ πριν κοιμηθείς νιώθεις έναν κόμπο στο λαιμό. «Ανάθεμά σε» μουρμουράς. Σου θύμισε πολλά. Τις καλημέρες, τις καληνύχτες. Τα «είμαι εδώ και σε πολιορκώ». Τα μηνύματα και την επιμονή. Το φλερτ και τη μαγεία της έξυπνης ατάκας. «Τι στο καλό θέλει πια;»
Δεν φτάνει η τσαντίλα απ’ όλα όσα θυμήθηκες, είναι και που όλα τριγύρω αυθαδιάζουν! «Βρε λες;» λυσσάει ο καθρέφτης του μπάνιου και θες να του φτύσεις την οδοντόκρεμα μα γελάς, γυρνάς πλάτη και του κλείνεις το φως. «Ας δώσω μια ευκαιρία», σκέφτεσαι, «λίγο ας αφεθώ. Λίγο μόνο. Ίσως ένα ποτό στη θάλασσα». Είναι παράδοξο το πόσο γλυκαίνεσαι ερχόμενος σε επαφή με όλα αυτά από τα οποία μέχρι πρότινος ένιωθες αποτοξινωμένος. Περισσότερο κι από την πρώτη φορά. Είναι σαν να βυθίζεσαι πάλι. Σαν να μη σταμάτησες ποτέ. Ό,τι με τον καιρό έχτισες σε αυτοδυναμία, γκρεμίζεται. Βρίσκεσαι πάλι στα βαθιά χωρίς να το έχεις καταλάβει. Μα χαλάλι.
Έτσι απλά βρίσκεσαι, μετά από εκείνο το ποτό, ξανά στα ίδια. Στον επικίνδυνο κόσμο των ενεργειακά διαθέσιμων. «Δε βαριέσαι..» Ξαναφιλιώνεις και με τον καθρέπτη σου, ξαναμαλώνεις και με τη μοναξιά σου. Και μέχρι το πρώτο αχ κάτι αρχίζει πάλι να αλλάζει. Ίσως να ήταν μια φούσκα που έσκασε, ίσως φταίει το «κάστρο» που ως ιδέα εκπορθήθηκε. Ίσως ο άλλος ήταν λίγος, ίσως εσύ ήσουν πολύ. Ίσως το αντίστροφο, ίσως και τα δύο. Ναι, οι άνθρωποι αλλάζουν γνώμη. Μα όσοι το έχουν αυτό και το ξέρουν, ας μην ενοχλούν εκείνους που ξέρουν τι θέλουν. Υπάρχει πλεόνασμα στην αγορά χαρακτήρων, ποιος ο λόγος να μπερδεύονται τα μοντέλα;
Το παρήγορο είναι που δεν πρόλαβες να δοθείς. Όχι από καμιά ψευτόηθικη. Ήθελες μόνο να δεις πώς θα πάει. Σαν κάτι να σε κρατούσε. Άντε τώρα να είχες μπλέξει και με αναμνήσεις! Εκείνο όμως στο οποίο δόθηκες ξανά με τα μπούνια είναι η θύμηση. Αυτή είναι που σου λείπει. Η αίσθηση της επιστροφής στο ματαιόδοξα μαγικά ηλεκτρικό κόσμο των ερωτευμένων. Κι αυτό το επιπόλαιο πλάσμα στον θύμισε. Στα θύμισε όλα πάλι από την αρχή. Κι ό,τι είχες φτιάξει χάλασε.
«Γιατί, μωρό μου,ενοχλείς τη μοναξιά μου; Γιατί τη διακόπτεις με τόσο θόρυβο;» μονολογείς παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής. Κλείνεις το παράθυρο πάλι στη βουή του κόσμου και αρχίζεις να ανασυντάσσεσαι. Τα μικρά διαλείμματα είναι πιο επώδυνα από τις μεγάλες στάσεις. «Πάρ’ τα βλάκα που νόμιζες θα ήταν εύκολο» λες στο επόμενο βούρτσισμα των δοντιών κι ο καθρέφτης σου μένει ένοχα και ντροπιασμένα βουβός.
Μέρες τώρα σκέφτεσαι τα ταμπελάκια που κρεμάνε στα πόμολα, έξω από τις πόρτες των ξενοδοχείων. Όλα εκείνα τα «Μην ενοχλείτε». Το κρέμασες πάλι το δικό σου έξω από το πόμολο της δικής σου ζωής.
Μην ενοχλείτε εάν είστε πυροτεχνήματα. Μην ενοχλείτε απλά εάν δεν έχετε κάτι ουσιαστικό να προσφέρετε. Δεν έχει σημασία ο χρόνος. Ας είναι «ενόχληση» μιας εβδομάδας, ενός μήνα. Μα να έχει κάποιο νόημα. Να αξίζει να μαλώσεις με τον καθρέπτη σου μα και με την μοναξιά σου. Απλά να αξίζει.
Επιμέλεια Κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά