Διαβάστε εδώ το Γ’ Μέρος της ιστορίας.
Έφυγε ξημερώματα από το σπίτι της Άννας και συνάμα από μια υπέροχη βραδιά. Μόλις που είχε αρχίσει να χαράζει. Είχε πάρα πολλούς μήνες να κυκλοφορήσει τέτοιες ώρες. Το μόνο, ίσως, καλό με το πολύ ποτό είναι ότι σε βυθίζει για πάρα πολλές ώρες στο λήθαργο που αρχικά λαχταράς. Αυτές τις ώρες συνήθως τις κοιμόταν έχοντας πιει το προηγούμενο βράδυ τον άμπακο. Μα σήμερα όλα ήταν διαφορετικά. Ήταν ξύπνιος, νηφάλιος, σε υπερένταση. Άδειος από κάθε μαύρη σκέψη. Γεμάτος από προσμονή. Και κάτι ακόμη. Συνειδητοποιημένος. Πήρε το δρόμο για το μετρό της Πανόρμου. Οι δρόμοι γεμάτοι υγρασία, θαρρείς είχε βρέξει.
Περπατούσε με το κεφάλι σκυφτό, χαμογελώντας και μετρώντας ταυτόχρονα τα πλακάκια του πεζοδρομίου. Σαν τους αυτιστικούς κι όλα εκείνα τα υπέροχα πλάσματα που βρίσκονται στο δικό τους κόσμο. Ένιωθε την πληρότητα εκείνων που τελείωσαν τη βραδινή τους βάρδια και σε λίγο θα ερχόταν η ξεκούραση. Ίσως θα έπρεπε να βγαίνει πιο συχνά τέτοια ώρα. Ένιωθε ένα σωρό ακόμη συναισθήματα. Ανυπομονησία. Να φτάσει εκεί για όπου είχε ξεκινήσει, μια ώρα αρχύτερα όμως. Χαρά. Εκείνη που έχεις όταν λύνεις ένα μυστήριο. Μαζί με το αίσθημα της πλήρωσης, όταν ένα κενό γίνεται πλέον διαχειρίσιμο. Κι όλα αυτά μαζί με απίστευτη ενέργεια, παρότι δεν είχε κλείσει μάτι όλη νύχτα.
Η συζήτηση με την Άννα ήταν καταλυτική. Δεν υπήρχαν επιστημονικές αποκαλύψεις ή πνευματικές φιλοσοφικές έννοιες μέσα σ’ αυτήν. Ένα απλό αυτοσχέδιο παρεάκι ήταν, σαν αυτά που στήνονται αυθόρμητα όταν δυο άνθρωποι αποφασίζουν ξαφνικά να περάσουν λίγες ώρες μαζί. Κάθε πλακάκι που μετρούσε το πρωινό αυτό ήταν και μια καινούρια σκέψη που τον κατέκλυζε. Η εξαρχής ερωτική έλξη για εκείνη την άγνωστη γυναίκα δεν ήταν παρά ένα παρεξηγημένο ένστικτο ανάγκης να επικοινωνήσει μαζί της. Να «κοινωνήσει» την αλήθεια της. Η οποία δεν ήταν τίποτα άλλο από όσα είχε μέσα του ο ίδιος και δεν ήθελε να παραδεχτεί. Η κουβέντα αυτή κάλλιστα θα μπορούσε να είχε γίνει με τον ίδιο του τον εαυτό. Ίσως κι έτσι να έγινε. Ίσως και να μην υπήρχε η Άννα, το μυαλό παίζει περίεργα παιχνίδια όταν ψάχνει τρόπους να λυτρωθεί η ψυχή.
Κατέβηκε τα σκαλιά του μετρό σκεπτόμενος ότι λεπτό με το λεπτό βρισκόταν όλο και πιο κοντά στον προορισμό του. Στο συρμό λίγος ο κόσμος , η μέρα μη εργάσιμη. Λίγος, αλλά αρκετός για παρατήρηση. Φάτσες νυσταγμένες και ματιές χαμένες στο κενό. Πρόσωπα με χαραγμένες πάνω τους αγωνίες για μεροκάματα μάλλον πρόσκαιρα. Άλλες ματιές χαρούμενες μαρτυρούν ανθρώπους γεμάτους, χορτασμένους. Ενδεχομένως από αγάπη. Είναι αλλιώς τα μάτια του ανθρώπου που αγαπά. Αλλιώς κι εκείνα εκείνου που αγαπιέται. Μεγάλος καθρέφτης τα μάτια, σκέφτηκε ο Νίκος. Αρκεί να ξέρεις να τα διαβάσεις. Αρκεί να ξέρεις να τα κοιτάξεις.
Κι όσο ο συρμός τρέχει ταξιδεύοντας όλων των ειδών τα μάτια, το βλέμμα του Νίκου πέφτει πάνω σε ένα νεαρό ζευγάρι. Τριαντάρηδες φαίνονται από τις λίγες φορές που γύρισαν το κεφάλι τους προς τις πόρτες. Και οι δύο στέκονται όρθιοι με την πλάτη προς τον κόσμο (και τον ίδιον), κοιτώντας προς τα παράθυρα, ακουμπισμένοι στα μεταλλικά στηρίγματα που υπάρχουν για τις βαλίτσες των επιβατών που πάνε στο αεροδρόμιο. Εκείνος ίσως έχει μια ελαφριά κλίση προς τα δεξιά, είναι λιγάκι γυρισμένος προς το μέρος της, κοιτώντας την κάποιες φορές.
Ξαφνικά παίρνει το ένα του χέρι και τη χαϊδεύει απαλά στο σβέρκο, ψάχνοντας για λίγα δευτερόλεπτα πρώτα διέξοδο με τα δάχτυλά του ανάμεσα στα μακριά της μαλλιά. Ύστερα, αφήνει το χέρι του εκεί. Κρατώντας το χέρι του ακίνητο, με τις άκρες των δακτύλων του αγγίζει απαλά το πίσω μέρος του λαιμού της. Σαν να παίζει πιάνο, απλά την αγγίζει εκεί με τα ακροδάχτυλα. Κι εκεί που νομίζει κάποιος ότι θα σταματήσει, εκείνος δε σταματά. Εκείνη συνεχίζει να κοιτά προς το τζάμι.
Τα δάχτυλά του συνεχίζουν να την αγγίζουν, μετατοπιζόμενα σε διάφορα σημεία του λαιμού της, ενώ εκείνη καμιά φορά του μιλά χαμογελώντας. Ατάραχη. Απλά γυρνώντας ελαφρά το κεφάλι της προς τ’ αριστερά, μέχρι να πάρει το σχόλιό του. Αυτός, όμως, φαίνεται ελαφρώς νευρικός. Ακόμη κι όταν δεν του μιλάει ή δεν τον κοιτάει εκείνη, εκείνος την κοιτάει. Σαν να μιλά με τη σιωπή στο προφίλ της, λέγοντάς της αμίλητος όσα δεν μπορεί με τα λόγια. Φαίνεται ταραγμένος. Ερεθισμένος. Και στο κορμί και στην ψυχή. Την ποθεί, σκέφτηκε ο Νίκος. Τρελά όμως! Κι όχι μόνο αυτό. Πολύ, απλά και αδιαπραγμάτευτα. Κι εκείνη το ίδιο.
Ο Νίκος τους παρατηρούσε πολλή ώρα. Από μικρός το συνήθιζε αυτό. Να παρατηρεί πρόσωπα, κινήσεις, χειρονομίες, έτσι ώστε να ψυχολογεί τα πράγματα. Να παρατηρεί εικόνες και με το μυαλό του να βάζει τις λεζάντες σε αυτές, σαν παλιός δημοσιογράφος. Να αποκωδικοποιεί τις δονήσεις των ανθρώπων. Να ερμηνεύει τους κραδασμούς των αγγιγμάτων. Του βλέμματος. Κι ύστερα να τζογάρει όσον αφορά το αν έπεσε μέσα. Πάντα μετά το γρίφο ακολουθεί κάτι που ίσως διαβεβαιώσει την αρχική του υποψία. Το αρχικό του συμπέρασμα. Ή που θα το απορρίψει. Ένα χάδι, μια έξτρα διαφορετική ματιά, μια γκριμάτσα αυθόρμητη. Κάτι τέτοιο συνέβη κι εδώ.
Ο συρμός πλησίαζε Αγία Παρασκευή κι ο Νίκος δεν είχε δει ακόμη το σημάδι που περίμενε. Λίγο πριν ανοίξει η πόρτα να κατέβει ο κόσμος, τους είδε να παίρνουν τα μπουφάν τους από τα μεταλλικά στηρίγματα και να ετοιμάζονται να κατέβουν. Τον τράβηξε στιγμιαία και τον φίλησε στο μάγουλο, δίπλα απ’ τη μύτη, αφήνοντας τα χείλη της εκεί για αρκετά δευτερόλεπτα. Σαν να τον ευχαριστούσε για όλα όσα της ψιθύριζε με τα μάτια τόση ώρα. Εκεί που κάποιος θα την περνούσε για ψυχρή σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, τώρα θα έλεγε το αντίθετο. Ήταν αμοιβαίο, ναι. Εκείνος χαμογελούσε με κάθε του κύτταρο και το μετρό γέμισε φως. Εξήντα μέτρα κάτω από τη γη γέμισαν φως. Το δικό τους φως.
Ο Νίκος βγήκε από το μετρό με μια ανείπωτη χαρά. Ορισμένα πράγματα μόνο αν είναι αμοιβαία είναι δυνατόν να υπάρχουν. Νομίζεις ότι είναι η μία πλευρά που φτιάχνει τη λάμψη. Που ανεβάζει τον ήλιο το πρωί και τ’ αστέρια το βράδυ. Μα δεν είναι έτσι. Ίσως παίρνει λίγο χρόνο να φανεί, μα η αγάπη των ονείρων μας γεννιέται πάντα από δύο. Κι αυτό ο Νίκος το ήξερε από την πρώτη στιγμή που τους είδε. Ας φαίνονταν μόνο πλάτες. Περίμενε, όμως, το σημάδι. Από ‘κείνη. Από εκείνον τον ίδιο. Το δικό του το σημάδι ο Νίκος το ένιωσε στο σπίτι της Άννας. Εκείνο τον έκανε να φύγει φουριόζος αποχαιρετώντας την. Σαν τα μάτια είναι ορισμένα σημάδια. Δεν μπορείς ποτέ να δεις τα δικά σου, όμως είναι εκεί. Πάνω σου, μέσα σου. Αρκεί ένας καθρέφτης. Κι ο καθρέφτης αυτός ήταν η Άννα και η κουβέντα τους. Ή ο εαυτός του. Ανάλογα το ποιος ήταν εκεί όσο διαρκούσε η βραδιά που πέρασε.
Περπάτησε αρκετά από την έξοδο του μετρό μέχρι την εκκλησία της Μεσογείων. Στην περισσότερη από τη διαδρομή χαμογελούσε. Για το ζευγάρι του μετρό. Για εκείνον. Δεν έχει σημασία, αρκεί που όλα ήταν ξεκάθαρα. Ήταν ώρες πλέον που ήξερε σε ποιον λαιμό ήθελε να ταξιδέψουν τα δικά του δάχτυλα. Ήξερε ποιο κορμί μπορούσε να του προσφέρει την υπερδιέγερση του άντρα του μετρό. Το χαμόγελό του. Τη ματιά του στο προφίλ της καρδιάς του.
Ήταν πάντα εκεί μπροστά του. Δίπλα του. Μαζί του. Με όλες τις μορφές. Με τις συνηθισμένες. Μια παρουσία, ένα καθημερινό τηλέφωνο, μια απουσία από διακριτικότητα. Και με τις ασυνήθιστες. Με ένα τάπερ φαγητό. Με σειρά από sms τάχα επειδή είναι μόνη, μα επειδή τον είχε αφήσει σε κακά χάλια. Κι αυτό εκείνη ποτέ δεν το μπορούσε. Το πολεμούσε με δήθεν συμπτώσεις. Που φυσικά εκείνος τις διέκρινε, μα ποτέ δεν τους είχε δώσει σημασία. Με ένα cd που δήθεν ξεχάστηκε αλλά «άκουσέ το, θα σε ταξιδέψει!». Με ένα μπουκάλι συλλεκτικής χρονιάς. Ακόμη κι έτσι! Ποτέ δεν τον έκρινε, ποτέ δεν τον εγκατέλειψε. Αποσυρόταν όποτε έπαιζε κάποια φάση για… βιολογικούς λόγους (έτσι της το έλεγε ο βλάκας κι εκείνη γελούσε αμήχανα) κι εμφανιζόταν όταν οι λόγοι αυτοί εξέλειπαν.
Ήταν πάντα εκεί, όπως κι εκείνος, μόνο που εκείνος έμοιαζε με την κοπελιά του μετρό. Φαινομενικά ατάραχη, μα μια τεράστια αποθήκη συναισθημάτων. Φαινομενικά ένας τεράστιος χώρος άδειος. Μα μέχρι να ανάψει το φως. Το φως είχε ανάψει το ξημέρωμα αυτό και η αγάπη βρέθηκε όντως στην εξαίρεση. Μόνο με το φως αυτό μπόρεσε να την διακρίνει αυτή την εξαίρεση. «Τι βλάκας!» σκέφτηκε. «Έψαχνα εμένα και βρήκα εκείνη!»
Ούτε που κατάλαβε το πόσο γρήγορα περπάτησε την Αγίου Ιωάννου. Τα μαγαζιά είχαν ήδη ανοίξει. Υπήρχε ζωή και κίνηση. Η υγρασία ήταν πια παρελθόν, ο ήλιος έστεκε πάνω ολόλαμπρος. Περπατούσε με λαχτάρα. Κάθε βήμα του ήταν κι ένα βήμα κοντά της Στο λαιμό της. Στην αλήθεια του. Έτσι πρέπει να είναι η τελική διαδρομή προς την αγάπη. Ένας δρόμος σαν την Αγίου Ιωάννου, κάτω από έναν φωτεινό καυτό ήλιο. Χτύπησε το κουδούνι της και μετά από λίγα δευτερόλεπτα την άκουσε. «Εγώ είμαι Ελένη, άνοιξε. Θέλω να σου μιλήσω.»
Τέλος ιστορίας.