Περίοδος 1940-1945, Β’ παγκόσμιος πόλεμος, οι ναζί δημιουργούν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Έτος 1949, πρωτοδημοσιεύεται το δυστοπικό μυθιστόρημα του Όργουελ ”1984”. Τέσσερα χρόνια αργότερα έρχεται στο φως το «Φαρενάιτ 451» του Μπράντμπερι. Το 2020 φαίνεται να περικλείει όλα εκείνα που τα θεωρούσαμε παρελθόν ή ακόμα χειρότερα ένα κακό όνειρο(;).

Στο ”1984” η σκέψη, ο έρωτας και η γνώση θεωρούνται αδικήματα κατά της υφιστάμενης τάξης, ο Μεγάλος Αδερφός (όπως ονομάζεται) σε παρακολουθεί ανά πάσα στιγμή και η Αστυνομία της Σκέψης επιβάλλεται στις αποφάσεις σου- που επί της ουσίας δε σου ανήκουν πραγματικά. Μα γιατί αισθανόμαστε κατά αυτόν τον τρόπο, αφού δε βιώνουμε τις ίδιες καταστάσεις; Ή μήπως τις βιώνουμε;

Μαθαίνουμε, με την πάροδο των χρόνων να μη θέτουμε πολλές ερωτήσεις, ούτε στους άλλους, ούτε στον εαυτό μας καθώς δημιουργούνται έντονες συγχύσεις, άλυτα μπερδέματα, ολοένα και αυξανόμενα προβλήματα, γεγονότα που δυσκολεύουν την ομαλή καθημερινότητά μας. Καλύτερα να δεχόμαστε -όσο πιο παθητικά είναι εφικτό- τις καταστάσεις με τον τρόπο που έχουν διαμορφωθεί από τις προηγούμενες γενιές, που ακολούθησαν τα βήματα των προγόνων τους κι εκείνοι, με την αλυσίδα αυτή να συνεχίζεται επ’ αόριστον.

Θα εγκαθιδρύσουμε κι εμείς με την σειρά μας, μία «Νέα Ομιλία» με όσον το δυνατόν λιγότερες λέξεις και συναισθήματα ώστε να αποφύγουμε τα λεπτά εκείνα νοήματα που προκαλούν διάρρηξη στο ήδη τυποποιημένο μοντέλο επικοινωνίας που αποτελείται από τα απολύτως απαραίτητα. Διδάσκουμε στα παιδιά πως το επιτρεπτό όριο υποβολής ερωτήσεων υφίσταται μέχρι και την ηλικία των 10 χρόνων (ή και μικρότερη;), μετά το πέρας της περιόδου εκείνης και για την υπόλοιπη ζωή τους, καλούνται να (απο)δέχονται και να δίνουν απαντήσεις μονάχα, λησμονώντας πως το πιο σημαντικό σημείο στίξης κάθε γλώσσας είναι το ερωτηματικό κι όχι η τελεία. Η σκέψη όμως, προϋποθέτει και γνώση αλλά και η τελευταία θεωρείται πολυτέλεια πλέον, αρκεί μονάχα να αναζητήσουμε τους 781 εκατομμύρια ενήλικες ανά τον κόσμο που είναι αναλφάβητοι, με τα 2/3 από αυτούς να είναι γυναίκες.

Αλλά τουλάχιστον μπορούμε να ερωτευόμαστε. Σωστά; Μα φυσικά! Αρκεί μόνο να είναι μεταξύ άνδρα και γυναίκας, λευκού χρώματος και οι δύο, να παντρευτούν φυσικά μετά από δύο-τρία χρόνια, να αναπαράξουν το ανθρώπινο είδος και να μεταδώσουν τα ίδια πρότυπα στα παιδιά τους. Ο έρωτας μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου θεωρείται ακόμη σε μερικές χώρες εκτός νόμου (!).  Εκχυδαΐζουμε τον έρωτα, τον υποβαθμίζουμε, τον καταστρατηγούμε και προσθέτουμε ακόμα μία λέξη στην πυρά των «απαγορευμένων εννοιών». Με πρόσχημα την προστασία μίας κοινωνίας -κατά τα λεγόμενά της- ηθικής, πετάμε φωτιές, στον φτερωτό εκείνο θεό και τον αφήνουμε να ξεψυχήσει σε μία γυάλινη, προστατευτική προθήκη.

Οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί λοιπόν, καθώς η Αστυνομία της Σκέψης βρίσκεται παντού αλλά προπάντων μέσα μας. Φοβόμαστε να ερωτευτούμε μήπως και εκτεθούμε, μήπως φανούμε ευαίσθητοι, μήπως δε συμφωνεί η κοινωνία με το πρόσωπο που έχουμε αγαπήσει; Τρέμουμε στην ιδέα της σκέψης, της διερεύνησης, της βούλησης, με αποκορύφωμα την ύψιστη, επικίνδυνη και άκρως δαιμονοποιημένη ιδέα της πράξης. Ας συλλογιστούμε για λίγο, εάν αποφασίζουμε πραγματικά για την ζωή μας. Παραμένουμε μήπως άβουλα όντα που τα τοποθετούν σε ορισμένες καταστάσεις που εξυπηρετούν την παρούσα πραγματικότητα;

Το οξύμωρο της κατευθυνόμενης πράξης μας είναι η απολαυστική ανακούφιση που μας προσφέρει. Είναι πιο εύκολο στα μάτια όλων καταλήγοντας να είναι και στα δικά μας, δεν απαιτεί πολλές εξηγήσεις εξαιτίας της ευρείας αποδοχής του και έχουμε την δυνατότητα να ξεσπάσουμε κατά πάνω του και να εξαπολύσουμε τις κατηγορίες μας σε έναν άγνωστο εχθρό, αποφεύγοντας να αντικρίσουμε τον καθρέπτη μας. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσα φαντάσματα κι εάν προσπαθούμε να έρθουμε αντιμέτωποι, εμείς οι ίδιοι εκκολάπτουμε την πηγή της ανελευθερίας μας· μέσα από το λεπτό κέλυφος, μπορείτε ήδη να διακρίνετε ένα φίδι.

Άρα, είμαστε όλοι το ίδιο ή όλοι μας είμαστε ένα τίποτα;

Μέσα από τις φλόγες είναι δύσκολο να διακρίνουμε κάποιες φορές, τα πρόσωπα αλλοιώνονται και τα πάντα παρουσιάζονται πιο δυστοπικά από ό, τι φανταζόμασταν. Στους 451 βαθμούς Φαρενάιτ θα κάψουμε όλες εκείνες τις απαγορευμένες λέξεις που τείνουν να εξαφανίσουν τον υπέροχα καινούριο μας κόσμο και τα βιβλία που αναφέρουν τέτοιου είδους κακοήθειες. Οι άνθρωποι άρχισαν να καίνε με τέτοια μανία τα απαγορευμένα -όπως τα ονόμασαν- βιβλία που δε σταμάτησαν στους ανθρώπους, όπως μας έχει αποδείξει περίτρανα η ιστορία. Οι επαναστατικές φλόγες λοιπόν έξω από τη Βαστίλη τώρα χρησιμεύουν για φλόγιστρο του χάρτη των δικαιωμάτων του ανθρώπου. «Ήταν ευχαρίστηση να καις» παραδέχονται ομόφωνα και υποκλίνονται σαν θεατρίνοι, με ένα δαιμόνιο μειδίαμα, ενώπιον του έργου τους, πατώντας επιδεικτικά τις στάχτες των βιβλίων.

Οι αλυσίδες είτε είναι από ατσάλι, είτε είναι από μετάξι συνεχίζουν να είναι αλυσίδες (Σίλερ) και οι άνθρωποι εν έτει 2020, με ευχαρίστηση τοποθετούν τις αλυσίδες γύρω τους και μέσα τους. Το 1984 υπήρχε το 1884, το 1784, το 2020 και θα υπάρξει και το 2084 εάν δεν απαλλαγούμε από τα δεσμά μας, όσο αναπαυτικά κι όμορφα κι αν μας φαίνονται.

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου