Γράφει η Ε..
Για καιρό πίστευα πως ο έρωτας ήταν μια πανέξυπνη οφθαλμαπάτη, πως όλα εκείνα τα ερωτευμένα ζευγάρια δεν ήταν επί της ουσίας ευτυχισμένα αλλά ζούσαν σε ένα όμορφο σύννεφο, μακριά από την πραγματικότητα, μέσα στη δική τους φαντασιακή σφαίρα. Θεωρούσα πως αυτά τα απλανή βλέμματα που χάριζαν ο ένας στον άλλον, τα δάχτυλά τους που ήθελαν να είναι συνεχώς μπλεγμένα μεταξύ τους, τα σώματά τους να βρίσκονται πάντα κοντά το ένα στο άλλο δεν ήταν τίποτα παραπάνω από έναν ενθουσιασμό της στιγμής. Τσαφ κι έφυγε.
Η συνάντησή μας δεν έμοιαζε με κινηματογραφικό σενάριο, δεν κοιταχτήκαμε αστραπιαία καθώς περνούσαμε τον δρόμο, ούτε με βοήθησες να μαζέψω τα βιβλία που μόλις είχα ρίξει κάτω στο πάτωμα εξαιτίας της οπτικής επαφής. Γνωριστήκαμε λοιπόν σχεδόν τυχαία και προσέξαμε ο ένας τον άλλον πολύ αργότερα και για τους λάθος λόγους. Κάπνιζες ανενόχλητος μέσα στο σπίτι, σε παρακάλεσα να το σβήσεις. Άδικος κόπος. Με κοίταξες στα μάτια, με ένα πονηρό βλέμμα, σαν να με είχες κατακτήσει ήδη και συνέχιζες ανενόχλητος. Κι αυτή ήταν η αρχή μας.
Μέχρι που αποφάσισες μέσα σου, αυταρχικά και απόλυτα, πως εμείς οι δύο οφείλουμε να είμαστε μαζί και ήσουν έτοιμος να καταστρέψεις τον κόσμο (μου) για να το επιτύχεις. Μιλούσα ανενόχλητη στη βεράντα, ίσως είχα πιεί λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο μου, ίσως είχα μεθύσει από το άρωμα σου -καπνός και σανταλόξυλο- και χαμογελούσα, κοιτούσα το κενό ορισμένες φορές, σχεδόν συμπεριφερόμουν σαν ερωτευμένη. Βρέθηκες δίπλα μου, σβήνοντας επιδεικτικά το τσιγάρο. Τώρα πλέξαμε, σκέφτηκα.
«Γιατί έφυγες;» μου είπες αυστηρά, τα χέρια σου σταυρωμένα και το βλέμμα σου χαοτικά γοητευτικό. Η αλήθεια είναι πως δεν είχα κάτι να σου απαντήσω, προσπάθησα να ξεφύγω από εσένα, ήσουν από εκείνους τους πειρασμούς που δεν έπρεπε να υποκύψω. Όμως το ειρωνικό είναι πως πίστευες το ίδιο και για εμένα.
Με προ(σ)καλούσες. Ανταπέδωσα. Έσκυψα απαλά προς το μέρος σου, απομακρύνθηκα κατευθείαν κι εσύ χαμογέλασες πονηρά. Με είδες πρώτη φορά να εναλλάσσονται πάνω μου χιλιάδες συναισθήματα ,θα τα απαριθμούσες εάν σου δινόταν η ευκαιρία. Αναρωτήθηκα τι έκανα εκείνη τη στιγμή και έκτοτε ήσουν έτοιμος να μου δώσεις απάντηση σε κάθε μου ερώτημα. Αποφάσισες λοιπόν να μου διδάξεις, σαν επουράνια ύπαρξη όλα εκείνα τα οποία θεωρούσα ουτοπικά. Μέσα από τον καπνό σου έμαθα να ξεχωρίζω τη φωτιά, αυτή μου έλεγες πως μονάχα εσύ μπορούσες να προκαλείς. Ερωτεύτηκα παράφορα τις διακηρύξεις του έρωτα, πόθησα αδιάκοπα τους δηλητηριασμένους καρπούς του· ήταν το τσιγάρο μου, πιο ισχυρό και θανατηφόρο ακόμα και από το τσιγάρο που έσβησες την πρώτη φορά που γνωριστήκαμε.
Οπότε, όταν πλέον μου μιλούν για έρωτα, κοιτάζω εσένα και βλέπω όλο του το μεγαλείο και την ένταση. Ο καπνός πάλλεται ανάμεσα στα πρόσωπά μας και σκαρφαλώνει προς τον ουρανό (μας),«μέχρι εκεί μπορούμε να φτάσουμε» μου ψιθυρίζεις. «Μέχρι πού;» σε ρωτάω για ακόμα μια φορά ξέροντας την απάντηση ήδη. «Μέχρι τα άστρα και μέχρι τον Άδη, ο έρωτάς μας δεν υπάρχει ενδιάμεσα» είπες κλείνοντάς μου το μάτι.
Ήθελα όλο τον κόσμο ή τίποτα. (Charles Bukowski)
Ήθελα εσένα ή τίποτα!