Έρωτας. Ερωτεύεσαι σε κάθε ηλικία, μικρός, μεσαίος, μεγάλος, πολύ μεγάλος. Ερωτεύεσαι οτιδήποτε. Ένα τοπίο, μια ιδέα, έναν άνθρωπο. Δεν μπορείς να προσδιορίσεις τι είναι αυτό που σου προκαλεί αυτά τα συναισθήματα, αντιλαμβάνεσαι απλά την ενέργεια που σου προκαλεί το ερέθισμα και σε κάνει να αισθάνεσαι διαφορετικά.
Δεν μπορείς βάλεις σε ακριβή ορισμό την αίσθηση που σου δημιουργείται όταν σκέφτεσαι ή βλέπεις την εικόνα που σου προκαλεί τον έρωτα. Δεν μπορείς να προσδιορίσεις ή να περιγράψεις με λέξεις ακριβώς τι συμβαίνει, για ποιο λόγο χτυπάει πιο γρήγορα η καρδιά σου ή ιδρώνουν οι παλάμες σου, για ποιο λόγο η προσοχή σου είναι όλη στο συγκεκριμένο ερέθισμα και σε τι διαφέρει από ένα άλλο σε γενικές γραμμές όμοιο αντικείμενό ή υποκείμενό του.
Μήπως όμως αυτός είναι ο ίδιος μηχανισμός που μας δημιουργεί και τις φοβίες που έχουμε; Αν εξαιρέσεις την αγαλλίαση που σου προκαλεί ο έρωτας -σπανίως και για λίγο- κάπως έτσι δεν είναι και η διαδικασία που ακολουθείται για οτιδήποτε φοβόμαστε; Και μήπως ο έρωτας είναι η πιο ξεκάθαρη έννοια που περιλαμβάνει μέσα της τον φόβο σε τόσο απόλυτη και ποσοτικά μεγάλη μορφή; Αυτή η αβεβαιότητα που σου προκαλούν και τα δυο και η λανθάνουσα αντίληψη του μεγέθους της επιρροής που σου ασκεί το αντικείμενο του πόθου σου ή του φόβου σου, μήπως είναι το ίδιο ακριβώς συναίσθημα;
Ό, τι δε μπορείς να απλοποιήσεις και να εξηγήσεις με απλές λέξεις και επιχειρήματα, το διογκώνεις στο μυαλό σου και το εξιδανικεύεις. Και είναι αυτή η μικρή, λεπτή γραμμή που διαχωρίζει καταστάσεις, ιδέες και πρόσωπα μεταξύ τους. Δε διαφέρει το πρόσωπο, η ιδέα ή το αντικείμενο, αλλά η επιρροή που ασκεί επάνω σου. Και είσαι εσύ αυτός που έχεις επιτρέψει το να την ασκεί κανείς και το βάθος στο οποίο το παρεισφρήσει. Και γι’ αυτό διαφέρουν κι από άνθρωπο σε άνθρωπο οι έρωτες και οι φοβίες ειδικά και όχι γενικά ως σύνολο.
Πέραν των γενικότερων ομοιοτήτων και διαφόρων των δυο συναισθημάτων, υπάρχουν δυο βασικές. Η μεγαλύτερη ομοιότητα είναι το γεγονός ότι το δέος που σου προκαλεί το άτομο ή η ιδέα που εξιδανικεύεις, μπορεί να σου προκαλέσει τόση σύγχυση που να μην μπορείς να διακρίνεις αν αυτό που αισθάνεσαι είναι έρωτας ή φόβος. Ή μπορεί το ένα να προκαλέσει το άλλο χωρίς να το αναιρέσει. Με τη διαφορά ότι και τα δυο αυτά συναισθήματα δεν μπορούν να έχουν διάρκεια, είναι το πυροτέχνημα που σκάει και σου κόβει την ανάσα, μα γρήγορα φέρνει και πάλι το σκοτάδι.
Γιατί κανένας έρωτας δε διήρκησε αιώνια χωρίς να μπορέσει να μετατραπεί στο επόμενο στάδιο, αυτό της αγάπης και κανένας φόβος όσο μικρός και μεγάλος κι αν ήταν δεν μπόρεσε να σταματήσει πραγματικά κανέναν άνθρωπο που ήθελε ουσιαστικά να προχωρήσει χωρίς αυτόν για βαρίδιο. Και τα δυο αυτά συναισθήματα είναι σαν φούσκες πλασματικές. Αντέχουν και σε επηρεάζουν όσο ο ίδιος τους το επιτρέπεις. Αν καταφέρεις και δουλέψεις με τον εαυτό σου και μπορείς να βάλεις μπρος τη λογική για να εξηγείς όσα αρχικά μοιάζουν ακατανόητα ή δυσνόητα, τότε πάντα θα πορεύεσαι με προβάδισμα και καθαρό τοπίο.
Μέχρι τη στιγμή που θα αποφασίσεις ο ίδιος να μπεις στα πλαίσια του έρωτα συνειδητά και με την ουσιαστική, πραγματική κι εποικοδομητική του μορφή. Όχι εκ του ασφαλούς και γνωρίζοντας τη διαδρομή, αλλά έτοιμος κι αποφασισμένος να μπορείς να δώσεις και να θυσιάσεις όσα απαιτεί ένα τέτοιο μεγαλειώδες συναίσθημα. Και ίσως τότε γνωρίσεις και την πιο εποικοδομητική μορφή του φόβου. Αυτή που αντί να σε παραλύει και να σε βαλτώνει, σε κάνει να γίνεσαι καλύτερος με κίνητρο κι αφορμή την πιο συνειδητή και καθαρή πλευρά του εαυτού σου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου