Κάθε φορά που ξεκινάς μία καινούρια σχέση, βιώνεις όλα σου τα συναισθήματα στο έπακρο. Ζήλια; Φόβος; Πάθος; Όλα στο κόκκινο. Είναι αυτός ο γλυκός ενθουσιασμός της αρχής που γεμίζει τις μέρες σου. Δεν ξέρεις πού πατάς και πού βρίσκεσαι, αλλά δε σε απασχολεί κιόλας.
Είναι γενικότερα η φάση που είσαι αλλού για αλλού. Όσο χρόνο κι αν περνάς με το ταίρι σου, όσες ώρες κι αν μιλάτε, ποτέ δεν είναι αρκετά. Τη μία θα αναρωτιέσαι αν όντως ζεις κάτι τόσο όμορφο και θα φοβάσαι ότι θα χαλάσει όπως χάλασαν και οι προηγούμενες σου σχέσεις. Την άλλη όμως, τα ξεχνάς όλα και ζεις το κάθε λεπτό με τη σχέση σου όσο το δυνατόν πιο έντονα. Αρχίζεις μάλιστα να πιστεύεις ότι τελικά το σύμπαν δε συνωμοτεί και τόσο εναντίον σου.
Κι εκεί λοιπόν που έπειτα από τεράστιες προσπάθειες έχεις εξαλείψει τις περισσότερες αμφιβολίες σου κι έχεις διώξει τις κακές, δεύτερες σκέψεις, ξαφνικά το ταίρι σου εξαφανίζεται. Έτσι απλά. Χωρίς ένα μήνυμα, μία προειδοποίηση, ένα τηλέφωνο, κάτι. Όπως έτσι ξαφνικά μπήκε στη ζωή σου, έτσι ξαφνικά έφυγε κι από αυτήν.
Τρελαίνεσαι. Τα αναπάντητα τηλεφωνήματα σου αυξάνονται ανά λεπτό, όπως και τα μηνύματα. Απάντηση καμία και στις δύο περιπτώσεις.
Το μυαλό σου βάζει το χειρότερο πιθανό σενάριο σε αναπαραγωγή: Μήπως έπαθε τίποτα; Δε γίνεται να εξαφανίστηκε έτσι απλά, μετά από όλα αυτά. Τι θα πει ότι ήσασταν στην αρχή; Δηλαδή αν έφευγε μετά από πέντε-έξι χρόνια θα ήταν πιο δικαιολογημένο να ανησυχήσεις, από ό,τι τώρα;
Αρχίζεις να ρωτάς δεξιά κι αριστερά σε φίλους, γνωστούς. Τίποτα το σημαντικό, κατά βάση σου λένε ότι είχε χαθεί το τελευταίο διάστημα και τα σχετικά. Περνάνε οι μέρες κι εσύ βράζεις μέσα σου. Δεν μπορείς να κοιμηθείς, δεν έχεις όρεξη να κάνεις απολύτως τίποτα.
Μέχρι που ένα βράδυ, κι ενώ ακούς το δίσκο της Adele σε τρίτο repeat για σήμερα, αποφασίζεις να ανοίξεις το Facebook για να ξεχαστείς λίγο. Και βλέπεις δημοσίευση του εξαφανισμένου έρωτά σου να φιγουράρει σε μπαράκι της παραλιακής.
Τρέμεις, γουρλώνεις τα μάτια και κάθεσαι επί ένα λεπτό πάνω από την οθόνη για να βεβαιωθείς ότι δεν απέκτησες ξαφνικά πρεσβυωπία. Πηγαίνεις κατευθείαν στη συνομιλία σας, και βλέπεις αυτό που δεν ήθελες να δεις ποτέ: Διαβάστηκε. Με λίγα λόγια είδε όλα τα μηνύματα στα οποία ανησυχούσες, και η καλύτερη απάντηση που είχε να σου δώσει για την ξαφνική εξαφάνιση, ήταν το τίποτα. Για ένα τίποτα, έχεις χάσει τον ύπνο και τον εαυτό σου τόσες μέρες.
Αυτό που φοβόσουν και αρνιόσουν κατηγορηματικά να αποδεχτείς τόσο καιρό, ξεπροβάλλει στα μάτια σου με τεράστια γράμματα και σε επαναλαμβανόμενη ηχώ μέσα στο κεφάλι σου: σε παράτησε. Γιατί; Κανείς δεν ξέρει εκτός από τους δύο άμεσα ενδιαφερόμενους – κι ίσως καταβάθος ήδη υποψιάζεσαι.
Είναι αρκετές φορές η φυγή πιο εύκολη από δυσάρεστες κι αμήχανες συζητήσεις γι’ αυτό και δείχνουν να την προτιμούν αρκετοί. Αλλά όταν δεν είσαι διατεθειμένος να ζήσεις τον έρωτα του άλλου και να δείξεις την ανάλογη ανταπόκριση, δεν του τον ξυπνάς καν ρε φίλε. Όταν τον βλέπεις να αμφιβάλλει, να φοβάται και να ανησυχεί, δεν τον καθησυχάζεις με παραμύθια όπως κάνουμε στα μικρά παιδιά επειδή φοβούνται τον μπαμπούλα στην ντουλάπα τους. Μην του δίνεις φρούδες ελπίδες, και μην τον λυπάσαι επειδή πέφτει με τα μούτρα.
Καλύτερα να τον αφήσεις να πέσει, παρά να τον σηκώσεις και μετά να πας από πίσω του και να του δώσεις κλοτσιά.
Υπάρχει πάντα κι η φυγή με αξιοπρέπεια. Εκείνη που συνοδεύεται έστω από μια λέξη.
Επιμέλεια Κειμένου Ειρήνης Μανουσαρίδου: Κατερίνα Κεχαγιά.