Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Γράφει η Ελένη
Θυμάμαι τέτοιες μέρες -σαν να έχουν περάσει αιώνες τις αναπολώ- που αποφάσισα εγώ να πάω αριστερά και εσύ κινήθηκες στα δεξιά, σαν να ξεχάσαμε ότι ο κόσμος είναι σφαιρικός και κάποια αναπόφευκτη στιγμή θα συναντιόμασταν ξανά. Οπότε αντίκρισα τα μάτια που είχα ερωτευτεί, αλλά τα δικά σου ήταν αφοσιωμένα αλλού, κρατούσες άλλο χέρι, το είχες σφιχτά στην παλάμη σου και δεν το άφηνες. Σχεδόν είχες κολλήσει το σώμα σου στο δικό της μήπως και κρυώσει και δε σε αισθανθεί κοντά της· νοιαζόσουν για εκείνη, φαινόταν. Όταν το βλέμμα σου στράφηκε πάνω μου, σάστισες, πάγωσες για μια στιγμή, ο υπέροχός σου κόσμος μαζί της για ένα δευτερόλεπτο χάθηκε, αλλά επανήλθες γρήγορα. Άλλωστε προσπαθούσες να κρύψεις πάντοτε τους συναισθηματισμούς σου και μας κοίταξες εναλλάξ. Εκείνη χαμογέλασε και εγώ το ίδιο, εσύ βρισκόσουν ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν σου, ανάμεσα στο τίποτα και στο πάντα, αλλά είχες επιλέξει από καιρό και για αυτό αδυνατούσα να σου κρατήσω κακία. Ήσουν τόσο σίγουρος που φαινόταν άδοξο, οπότε δώσαμε τα χέρια και βρεθήκαμε -κατά λάθος- πιο κοντά. Το άρωμά σου με μέθυσε, όπως κανένα ηδύποτο δεν κατάφερε ποτέ, ο στατικός ηλεκτρισμός μάς διαπέρασε και σαν όμοιες μαγνητικές δυνάμεις παλέψαμε, δεν απομακρυνθήκαμε και φιληθήκαμε σταυρωτά. Εμείς που άλλοτε υποφέραμε από την απουσία των χειλιών του άλλου. Πίστευα πως θα αισθανόμουν μια γνώριμη ζεστασιά δίπλα σου αλλά το άγγιγμα σου ήταν το φιλί του Ιούδα, τα μάτια σου προς στιγμήν περιηγήθηκαν στα δικά μου μήπως και αναγνωρίσουν τη σπίθα. Μάταια.
Οπότε με σύστησες ως μια φίλη, μου προσέδωσες μία ευγενική ιδιότητα εάν συλλογιστεί κάποιος τι έχουμε περάσει οπότε χαμογέλασα ξανά και έγνεψα στην άγνωστη κοπέλα. Φαινόταν ευτυχισμένη δίπλα σου (κάτι που ανέκαθεν θεωρούσα δεδομένο για όποιον βρισκόταν κοντά σου) και πράγματι μου παρουσίασες την επιτομή της χαράς της ζωής. Χαμογέλασα γιατί ήξερα πως σε έλκυαν τα αντίθετα, εμείς οι δύο μαζί αναρωτιέμαι γιατί ήμασταν. Όμως θέλω να ξέρεις πως όταν μας σκέφτομαι, χαμογελάω. Άλλες φορές πικρά, άλλες χαρούμενα, κάποιες νοσταλγικά (σαν να μου λείπεις και ελπίζω να σου λείπω κι εγώ) και κάποιες άλλες -πιο λίγες- χαμογελώ δίχως λόγο, επειδή απλώς σε θυμήθηκα, μόνο και μόνο εξαιτίας της αίσθησης. Άρα, κάποιος τρίτος εύλογα θα υπέθετε πως σε θέλω πίσω, πως σε χρειάζομαι στη ζωή μου και πριν από λίγο καιρό ίσως να απαντούσα θετικά. Θα έκανα σχεδόν τα πάντα για να βρεθώ δίπλα σου, έστω και για λίγο. Τι άλλαξε, με ρώτησες με τα μάτια σου -ίσως περίμενες κι εσύ να σε διεκδικήσω; Αντίκρισα έναν ήρεμο άνθρωπο και -περιέργως- δεν ευχήθηκα να ήμουν εγώ που θα στο προσέφερε αυτό. Είχα την ευκαιρία μου και όπως απέδειξε η ιστορία εμείς μονάχα ήρεμοι αδυνατούσαμε να είμαστε. Τα αντίθετα έλκονται με την ίδια ένταση που τα όμοια μάχονται. Απομακρυνόμασταν και την ίδια στιγμή ποθούσαμε ο ένας τον άλλον με έναν ανεξήγητο τρόπο. Επιθυμούσαμε την επιβεβαίωση του εγωισμού -αυτό δεν μου είχες πει πως είναι ο έρωτας;- και της μοναξιάς μας, ήμασταν δύο μόνοι άνθρωποι που μαζί δημιουργήσαμε μια φλόγα, αλλά δεν προσέξαμε. Καήκαμε από την ίδια μας την ένταση και οι μελανιές έμειναν στο σώμα μας, για να μας θυμίζουν πως η ένωσή μας (θα) ήταν καταστροφική. Είχες επιμελώς καλύψει τα σημάδια μπροστά της -άλλος ένας λόγος που χαμογέλασα- και είδα την προσπάθειά σου για μια καινούργια αρχή· μην κοιτάς το παρελθόν, σου ψιθύρισα και για πρώτη φορά με εμπιστεύτηκες.
Σε αγαπώ ακόμη; Σε αγάπησα ποτέ; Σε αποζητώ; Σε χρειάζομαι; Αυτά ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον σαν να μην ξέραμε, σαν να αποφεύγαμε να απαντήσουμε αλλά και οι δύο ίσως γνωρίζαμε. Σου χαμογέλασα προτρέποντάς σε να κοιτάξεις το παρόν, σου ταίριαζε καλύτερα και καθώς ξεμάκραινες πιστεύω (ποτέ δε θα το παραδεχτώ) πως δάκρυσα.
Άλλωστε τα δάκρυα δεν είναι ένα ακραίο χαμόγελο (Σαντάλ);