Υπάρχουν στιγμές που μπορεί να νιώθει κανείς πως έχει την 6η αίσθηση, μη σου πω και την 7η. Στιγμές που νιώθεις πως κάτι πρόκειται να συμβεί σε εσένα ή σε κάποιον που αγαπάς, άλλες που προαισθάνεσαι ότι κάποιος δε θέλει το καλό σου ή συναντώντας έναν ξένο να νιώθεις σαν να τον ξέρεις χρόνια. Αναρωτιέσαι τι στο καλό συμβαίνει, προσπαθείς να το εξηγήσεις με κάποιον τρόπο κατανοητό σε εσένα αλλά και στους άλλους, αν και οι γύρω σου σίγουρα επιμένουν πως είναι ιδέα σου. Τι γίνεται όμως αν δεν είναι μόνο στο μυαλό σου;
Δεν πρόκειται για γεγονός που ισχύει μόνο σε ερωτικές σχέσεις, αλλά στις ανθρώπινες σχέσεις μας γενικώς, ιδιαίτερα σε εκείνες όπου επικρατούν έντονα συναισθήματα, είτε αυτά είναι θετικά όπως η αγάπη είτε αρνητικά όπως το μίσος και η ζήλεια. Χαρακτηριστική είναι η σύνδεση της μητέρας με το παιδί. Οι μανούλες από την έντονη αγάπη τους, όταν το παιδί τους παθαίνει κάτι, μπορεί να το νιώσουν σαν ένα κακό προαίσθημα, σαν έναν ανεξήγητο κόμπο στο στομάχι. Ακόμα κι όταν δεν είμαστε καλά ψυχολογικά, η μαμά μας πάντα το βλέπει όσο κι αν το κρύβουμε, έτσι δεν είναι; Το ίδιο λέγεται και για τους διδύμους που εφόσον υφίστανται μαζί από στη μήτρα και μεγαλώνοντας μαζί, δημιουργούν μια σύνδεση μεταξύ τους, σχεδόν τηλεπαθητική. Φιλίες χρόνων, από την άλλη, ειδικότερα εκείνες που κρατούν από μικρές ηλικίες, αποτελούν ένα ακόμα παράδειγμα ανεξήγητης σύνδεσης, όπου ο ένας μπορεί να φτάσει στο σημείο να συμπληρώνει την πρόταση του άλλου, ή ακόμη, να επικοινωνούν με τα μάτια, χωρίς να πουν λέξη.
Σημαντικό κλειδί σ’ όλη αυτή την ψυχική-πνευματική σύνδεση με κάποιους- γιατί προφανώς δεν την έχουμε με όλους- είναι τα συναισθήματα. Αυτά είναι που μας ορίζουν ολόκληρους. Οι σχέσεις που αναπτύσσουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας, η ψυχολογία μας, οι πράξεις κι οι επιλογές μας, όλη μας η ύπαρξη, αν το καλοσκεφτείς, βασίζεται στα συναισθήματά μας. Αυτόματα δημιουργείται μια έντονη σύνδεση με κάποιον που νιώθουμε δυνατά ο ένας για τον άλλο, διαβάζουμε τον τρόπο που σκέφτεται και νιώθει κι εκείνος αντίστοιχα, χωρίς να χρησιμοποιήσουμε λόγια.
Πέρα όμως απ’ τα όσα μας προκαλούν άνθρωποι τους οποίους ήδη γνωρίζουμε, ένα ακόμα ανεξήγητο δέσιμο μοιάζει αυτό που μπορεί να νιώσεις μ’ έναν άνθρωπο που βλέπεις για πρώτη φορά στη ζωή σου, για έναν τελείως ξένο για σένα ή για κάποιον που είδες από μακριά μέσα σ’ ένα λεωφορείο κι ούτε καν μιλήσατε. Αυτό μοιάζει ακόμα πιο παράξενο και δύσκολο να εξηγηθεί. Φυσικά και οι απόψεις και οι ιδέες γίνονται ποτάμια που τρέχουν ορμητικά σε μια τέτοια κατάσταση. Άλλοι κάνουν λόγο για μετενσάρκωση και θεωρούν πως σε κάποια άλλη ζωή έχουν βρεθεί ή ερωτευτεί με κάποιον γι’ αυτό κι αν τον συναντήσουν σ’ αυτήν, τον νιώθουν οικείο απ’ την πρώτη ματιά. Θεωρούν ότι οι ψυχές τους γνωρίζονται ήδη, αλλά το σώμα τους δεν το θυμάται. Κάποιοι άλλοι πιστεύουν στο σύμπαν και στη μοίρα, ότι ήταν γραφτό δηλαδή κάποια στιγμή η ζωή να τους φέρει κοντά. Άλλοι πάλι στις ενέργειες, στα θετικά κι αρνητικά πρόσημα των ανθρώπων που όταν συναντιούνται δημιουργούν έλξη ή απώθηση.
Δεν ξέρω πώς εξηγείται μια πνευματική σύνδεση, αν υπάρχει μία και μοναδική αλήθεια, αν είναι πλασίμπο ή χάρισμα, δεν ξέρω αν θα μπορέσει να ερμηνευτεί ποτέ ολοκληρωτικά, ξέρω πάντως ότι μπορεί να υπάρξει. Ο εγκέφαλός μας άλλωστε είναι ένα θαύμα από μόνο του, μια απ’ τις πιο αινιγματικές δημιουργίες που οι επιστήμονες ακόμα δεν έχουν καταφέρει να ερευνήσουν 100%. Πώς περιμένεις μετά να εξηγήσεις εσύ από μόνος σου πώς γίνεται να νιώθεις ότι ο άλλος δεν είναι καλά ενώ δεν έχετε μιλήσει καν; Είναι να απορεί κανείς. Ή και όχι, τελικά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου