Γράφει η Ανδριάννα.

 

Να μπορείς να φεύγεις. Να μην φοβάσαι να χαθείς.

Υπάρχουν φορές που χρειάζεται να βάλεις φωτιά σ ολάκερη την ζωή σου και μετά να περιμένεις να ξαναγεννηθείς από τις στάχτες σου όπως ο Φοίνικας. Μην τρομάξεις.

Μη δίνεις σημασία σε αυτούς που σου λένε πως το φευγιό δεν είναι λύση. Δεν υπάρχει άλλωστε πάντα λύση γιατί η ζωή μάτια μου, δεν είναι μαθηματικά, είναι ιστορία. Πάντα επαναλαμβάνεται και ποτέ δεν μαθαίνουμε από αυτή.

Τα καινούργια ξεκινήματα είναι πάντα δύσκολα μα ξέρω καλά πως δυσκολότερη είναι η παραμονή σε ένα παλιό ξεκίνημα. Όταν όλα έχουν αλλάξει και εσύ πρέπει να συνεχίζεις εκεί που βρισκόσουν πριν. Σαν όλα να είναι ίδια. Και να μην είναι. Και κάθε φορά που κοιτάς γύρω σου να εύχεσαι να κλείσεις τα μάτια σου και μόλις τα ξανανοίξεις να είναι όλα όπως πριν. Και να ανοιγοκλείνεις τα μάτια σου σαν τρελός και όλα να μένουν ίδια, να απογοητεύεσαι, να θυμάσαι, να μην το αντέχεις και να μένεις. Γιατί;

Να μάθεις να φεύγεις.

Όπου και να πας το βάρος μαζί σου θα το κουβαλάς. Ό,τι έχει ριζώσει βαθιά μέσα σου δεν μπορείς να το πετάξεις έτσι απλά.  Το ζητούμενο είναι κάποια στιγμή να το νιώσεις λίγο πιο ελαφρύ. Να μπορείς να το κουβαλήσεις. Και να ελπίζεις πως κάποια στιγμή το βάρος του θα γίνει τόσο μικρό που πια δεν θα το νιώθεις.

Ο πόνος  δεν έχει συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης. Είναι σαν το γάλα. Μπορεί να είναι μικρής ή μακράς διαρκείας και μας βοηθάει να μεγαλώσουμε. Όταν φεύγεις λοιπόν δεν πονάς λιγότερο, σκέφτεσαι λιγότερο. Το καινούργιο πάντα έχει την ικανότητα να σε παρασέρνει και ο χρόνος που αναμοχλεύεις το παρελθόν αναγκαστικά λιγοστεύει. Τουλάχιστον στην αρχή. Όταν τα καινούργια γίνουν και αυτά με την σειρά τους παλιά τα πράγματα δυσκολεύουν.

Είναι σα να σου πετάει κάποιος μια τεράστια πέτρα πάνω στο στήθος. Και δεν μπορείς να πάρεις ανάσα. Αναρωτιέσαι από πού έπεσε αυτή η πέτρα. Ποιός σου την έριξε; Γιατί; Τότε είναι η στιγμή που συνειδητοποιείς πως η πέτρα ήταν πάντα εκεί. Εσύ την είχες ξεχάσει. Τώρα θυμήθηκες. Και όταν θυμάσαι αυτά που σε πόνεσαν, το βάρος επιστρέφει. Το  θέμα είναι να έχεις αποκτήσει την δύναμη να την βγάλεις από πάνω σου. Και να την πετάξεις στην θάλασσα. Και να εξαφανιστεί.

Θα φεύγεις.

Και κάθε φορά που θα φεύγεις θα επιδιώκεις να πηγαίνεις κάπου που θα έχει θάλασσα. Θα την κοιτάς και θα θυμάσαι. Γιατί υπάρχουν πόνοι που είναι αλκοολίκι. Όσο και να προσπαθείς να ξεφύγεις πάντα εκεί θα γυρνάς. Γιατί ότι αγάπησες πιο πολύ είναι αυτό που σε πονάει πιότερο.

Να προσέχεις.

Όταν θα φεύγεις  να θυμάσαι πως είσαι έξω με αναστολή. Στο παραμικρό σου λάθος θα επιστρέψεις στην φυλακή σου. Μην χαραμίσεις την ευκαιρία σου. Αν παρ’όλα αυτά δεν τα καταφέρεις φρόντισε από τα κάγκελα να μπαίνει λίγος ήλιος και φυσικά να βλέπεις θάλασσα….