Είναι σαραντάρης και δυο χρόνια πριν χώρισε με ένα θυελλώδες διαζύγιο.
Μεγάλος έρωτας, ήταν από τους άντρες που τα έδιναν όλα, δεν κρατούσε πισινές ποτέ.
Οι συνεχείς παρεμβάσεις των συγγενών κατάφεραν να δηλητηριάσουν τη σχέση τους και τελικά το διέλυσαν το ζευγάρι. Ο μεγάλος του καημός ήταν πως δεν πρόλαβε να κάνει παιδιά.
Τα ήθελε πολύ, λες και γεννήθηκε για μπαμπάς. Όπου έβλεπε παιδάκια με τους γονείς τους τα κοίταζε με λατρεία και μια αδιόρατη λύπη.
Η μάνα του τον μεγάλωσε όπως κάθε γιο, «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, αν δεν έχεις εμένα να σε φροντίζω.»
Τον ίδιο ρόλο πήρε και η γυναίκα του. Αυτό ήταν πάντα η αιτία στις διαμάχες τους. Ένοιωθε ικανός για όλα, αλλά εκείνη προσπαθούσε πάντα να του δείχνει το αντίθετο.
Όταν χώρισε κάθισε και σκέφτηκε τι πραγματικά ήθελε στη ζωή του. Μια λέξη μόνο του ερχόταν στο μυαλό. Παιδιά.
Το αποφάσισε. Θα έκανε παιδιά με παρένθετη μητέρα.
Είχε τόσο κουραστεί από τον προηγούμενο γάμο του, που έκανε μόνο περιστασιακές σχέσεις.
Δεν ήθελε να ψάξει μάνα για τα παιδιά του. Ήθελε ν’ αποδείξει στον εαυτό που πως είναι ικανός, δε θα μπορούσε ν’ αντέξει να τον θεωρήσουν ανίκανο στον πιο ιερό του σκοπό. Τον ιερό ρόλο του γονέα. Τις είχε ικανές και για κάτι τέτοιο, μετά από όσα πέρασε.
Ήταν βαθιά η πεποίθησή του πως δεν γίνεσαι άντρας αν δεν πραγματώσεις ένα προσωπικό σου όραμα.
Δεν ήταν εύκολο, αλλά το κατάφερε. Αφού έλυσε όλα τα νομικά προβλήματα, λίγο καιρό μετά γεννήθηκαν τα δίδυμα, ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι.
Πήρε την άδεια λοχείας από εκεί που εργαζόταν για ένα χρόνο και πήγε να μεγαλώσει τα παιδιά του μακριά από κάθε συγγενή. Ακόμη και από τους γονείς του. Δεν επέτρεψε σε κανέναν να έρθει σ’ επαφή με τα παιδιά, παρά μόνο επιλεγμένοι φίλοι. Αυτοί ήταν η οικογένειά του πλέον.
Ο περίγυρός του παρακολουθούσε διακριτικά, χωρίς να επεμβαίνει, γιατί ήξεραν πως αν έβαζε κάτι στο μυαλό του ο κόσμος να γύριζε ανάποδα θα το έκανε.
Όταν τέλειωσε ο χρόνος της άδειας τα οικονομικά του ήταν ικανοποιητικά ώστε να έχει τη δυνατότητα να πληρώνει μια έμπιστη φίλη του για να τα προσέχει όσες ώρες εκείνος θα έλλειπε. Αλλά δεν την άφηνε να κάνει τίποτε άλλο εκτός από επιτήρηση για την ασφάλειά τους.
Όλες τις δουλειές του σπιτιού και τη φροντίδα των παιδιών την είχε αναλάβει μόνος. Ήταν μια καθαρά και απόλυτα προσωπική του υπόθεση.
Χαμογελούσε μόνος του ειρωνικά κάνοντας τις δουλειές του σπιτιού, σκεπτόμενος πόσο πολύ τον είχαν επηρεάσει η πρώην γυναίκα του και παλιότερα η μάνα του για τις δουλειές που πρέπει να κάνει ένας άντρας και μια γυναίκα.
«Είστε ηλίθιες», σκεφτόταν,« που για να υπάρξετε μαζί μου προσπαθήσατε να με ακυρώσετε.»
Τον ίδιο θυμό είχε και για τους πρώην φίλους του. Θεωρούσαν και αυτοί πως είναι κακό να κάνουν «γυναικείες» δουλειές.
Ας τολμούσε κανείς να του το πει κατάμουτρα. Ήταν σχεδόν πάντα ήρεμος, αλλά αν έπρεπε να διεκδικήσει το δίκιο του ή να προστατέψει κάποιον από το άδικο δεν κώλωνε πουθενά. Το ιδανικό της έννοιας φίλος.
Την προσωπική του ζωή την είχε βάλει στην άκρη, όχι πως δεν του έλλειπαν όλα αυτά που έκαναν οι φίλοι του. Το αντίθετο.
Εκείνος, όμως, θεωρούσε τον εαυτό του ταγμένο στον ιερό σκοπό της πατρότητας. Και θα το ολοκλήρωνε. Αν του περίσσευαν χρόνια μετά όταν θα είχαν μεγαλώσει τα παιδιά, θα έκανε αυτά που δεν μπορούσε πρακτικά να κάνει τώρα.
Η τεράστια πίεση που δέχτηκε μέχρι τώρα στη ζωή του από το «κανονικό» περιβάλλον τον είχε κάνει στωικό και με μεγάλες αντοχές στα «πρέπει».
Ευδιάθετος, καλοσυνάτος και χαρούμενος πάντα ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε για τίποτα και ας ήταν κατάκοπος κάθε βράδυ. Μια γλυκιά κούραση, όμως, έδιωχνε κάθε διαμαρτυρία από το μυαλό του.
Η πληρότητα που σου δίνει όταν κάνεις αυτό που πραγματικά θέλει η ψυχή σου, πολλαπλασιάζει τις αντοχές και τις ανοχές σου.
Έβλεπε τα παιδιά του ευτυχισμένα και αυτό τον ξεκούραζε ψυχικά και σωματικά.
Όταν άρχισαν να πηγαίνουν στον παιδικό σταθμό σταμάτησε ν’ απασχολεί και τη φίλη του. Τελείωνε το μεσημέρι τα έπαιρνε από τον παιδικό σταθμό και συνέχιζε να τους προσφέρει ό,τι χρειάζονταν για την ηλικία τους.
Να παίξουν με άλλα παιδιά στη γειτονιά, να τους κάνει τα παιδικά πάρτι, να τα διαβάσει με υπομονή για ώρες, όλα. Τίποτε δεν στερήθηκαν απ’ όσα θα έκαναν όλα τα άλλα που είχαν και τους δυο γονείς.
Πήγε κόντρα σε όλα τα πρότυπα που υποτίθεται θα τον έκαναν ευτυχισμένο. Ένα δυστυχή μέσα στις επιθυμίες των άλλων θα είχαν δημιουργήσει.
Είχε το αντρίκιο θάρρος να τολμήσει να πάει ενάντια σε όλα τα δεδομένα που στους πολλούς φαίνονταν αδιανόητα και ανούσια.
Βρήκε την ουσία της δικής του προσωπικής ζωής, χωρίς να γίνει βάρος σε κανέναν, θέλοντας μόνο να προσφέρει.
Το πέτυχε. Άρχισαν όλοι αυτοί που τον λοιδορούσαν για τις επιλογές του, τώρα να τον θαυμάζουν. Να τον ρωτούν με σεβασμό πώς άντεξε.
Ποτέ δεν τους αντιμετώπισε υποτιμητικά, με αγάπη τους συμβούλευε και τους καθοδηγούσε.
Το πιο βασικό του επιχείρημα ήταν, «Δηλαδή αν πέθαινε η γυναίκα σας τι θα κάνατε, θα δίνατε τα παιδιά σας σε μια άλλη, έστω και αν αυτή θα ήταν η μάνας σας;»
Εκείνοι που απαντούσαν μέσα τους «ναι», έφευγαν μακριά του. Δεν μπορούσαν να είναι φίλοι.
Αυτοί που απαντούσαν όχι ή έστω προβληματίζονταν, είναι οι σημερινοί κολλητοί του. Οι συμπαραστάτες του σε μια δυσκολία.
Τα παιδιά είναι γύρω στα δέκα τώρα και έχουν μάθει να βοηθούν και αυτά στις δουλειές του σπιτιού ισότιμα, με ηρεμία και αρμονία στις σχέσεις τους.
Νοιώθουν τόση αγάπη για τον πατέρα τους, που όταν ήρθαν για πρώτη φορά να τα δουν οι συγγενείς, τους φάνηκαν σαν από άλλο πλανήτη.