Οι μέρες και οι νύχτες διαδέχονται η μία την άλλη. Χτυπάει το ξυπνητήρι, πατάς αναβολή, ξανά χτυπάει, βρίζεις αλλά σηκώνεσαι. Αγουροξυπνημένος οδεύεις προς το μπάνιο, ρίχνεις κρύο νερό στο πρόσωπό σου μήπως και ξυπνήσεις. Σε λίγο ανοίγεις την ντουλάπα και ψάχνεις τί θα βάλεις, πάλι. Έχεις έξοδο το βράδυ, θα πας να βρεις τα φιλαράκια σου στο γνωστό σας στέκι. Το σκέφτεσαι λίγο ακόμα το ντύσιμο ενώ φτιάχνεις τον καφέ σου. Τελικά βάζεις κάτι να είσαι άνετος, παίρνεις κλειδιά και κάτι για να ρίξεις πάνω σου, το βράδυ -μιας κι έχει λίγη ψύχρα πια- , κλείνεις την πόρτα πίσω σου και φεύγεις.
Στο αυτοκίνητο πρώτα ανοίγεις το ραδιόφωνο και μετά βάζεις ζώνη. Δεν αντέχεις την κίνηση ή τη μοναξιά, αναρωτιέσαι σιγοτραγουδώντας το αγαπημένο σου τραγούδι. Πριν απαντήσεις, δυναμώνεις την ένταση. Φτάνεις στη δουλειά σου. Η ώρα εδώ, ευτυχώς, κυλάει γρήγορα. Άγχος, πίεση ξανά άγχος, λίγη πλάκα με τους συναδέλφους κι έφυγε η μέρα. Όταν κοιτάς το ρολόι σου η ώρα είναι ήδη περασμένη και σχολάς. Σκας ένα χαμόγελο. Πάει και σήμερα, ωραία. Μια μέρα πιο κοντά στο Σαββατοκύριακο.
Παίρνεις τηλέφωνο το παρεάκι σου κι έρχεται η απογοήτευση. Τελικά θα βρεθείτε σε δύο-τρεις ώρες. Και τώρα; Σκέφτεσαι. Για μια στιγμή βρίσκεσαι σε δίλημμα να πας σπίτι ή να μην πας; «Ας πάω» μονολογείς. Ένα μπανάκι, κάτι να βάλεις στο στόμα σου και θα περάσει η ώρα, γρήγορα. Καθώς πλησιάζεις στο αυτοκίνητό κι είσαι έτοιμος να γυρίσεις στη φωλιά σου, σε πιάνει ένα σφίξιμο. Ποια φωλιά; Εσύ για φυλακή το νιώθεις. Κλείνεις την πόρτα του αυτοκινήτου και αισθάνεσαι ότι σπας τις αλυσίδες, τα δεσμά σου. Τώρα περπατάς πιο βιαστικά κι ηρεμείς ξανά, μόνο όταν έχεις απομακρυνθεί αρκετά από το αυτοκίνητο. Ηρεμείς δηλαδή όταν βρίσκεσαι σε απόσταση ασφαλείας. Τελικά αποφασίζεις να κάτσεις κάπου να τσιμπήσεις κάτι, ελαφρύ. Μιλάς λίγο στο τηλέφωνο, απαντάς σε δύο μηνύματα. Ύστερα κάνεις μια βόλτα στα μαγαζιά και πέρασε η ώρα.
Πας στο στέκι πρώτος από όλους μα δεν αργούν να φανούν οι φίλοι σου. Αυτή είναι η καλύτερη στιγμή της ημέρας σου, γελάς με την καρδιά σου, χαλαρώνεις, αδειάζει το μυαλό σου, διασκεδάζεις. Όμως έρχεται η ώρα που πρέπει να επιστρέψεις σπίτι. Βάζοντας τα κλειδιά στην πόρτα σε πιάνει μια μικρή μελαγχολία. Δε θες να μπεις μέσα. Νιώθεις ένα σφίξιμο στο στομάχι και στην καρδιά. Αισθάνεσαι κάτι απροσδιόριστο, που δεν μπορείς να περιγράψεις ακριβώς με λόγια. Μια άρνηση να μείνεις σπίτι σου. Μια άρνηση να περάσεις χρόνο με τον εαυτό σου. Μια άρνηση να βάλεις το χάος του μυαλού σου σε μια τάξη. Αταξία παντού, κυρίως μέσα σου. Αρνείσαι τα προβλήματα, αρνείσαι τη θλίψη, αρνείσαι κάθε σκέψη, αρνείσαι τον εαυτό σου. Κι όσο περισσότερο στρουθοκαμηλίζεις τόσο τα προβλήματα διογκώνονται και σε τραβούν εκτός σπιτιού.
Βλέπεις, η παρέα, το ποτό, δουλειά, η διασκέδαση δε σου επιτρέπουν να σκεφτείς όσα σε θλίβουν. Αντιθέτως, σε παρασύρουν σε μια άλλη διάσταση. Ζεις σε ένα παράλληλο σύμπαν κι ενώ στον πραγματικό σου μικρόκοσμο υπάρχουν ένα σωρό πράγματα που χρειάζονται την παρουσία, την προσπάθεια, εσένα τον ίδιο εκεί, παρών, εσύ τρέχεις να κρυφτείς παίζοντας κρυφτό με τον εαυτό σου, παίζοντας κρυφτό και με την ευτυχία σου. Ποια ευτυχία, πιθανώς να αναρωτηθείς. Τη χαμένη. Εκείνη που βρίσκεται κάτω από τη μύτη σου, μέσα στο σπίτι σου, ξεχασμένη σ’ ένα ντουλάπι, νοτισμένη με ναφθαλίνη. Εκείνη που δεν έρχεται όσο εσύ προσποιείσαι πως όλα είναι καλά. Δεν είναι.
Κανείς φυσικά δε μπορεί να σε κρίνει. Ποιος, άραγε, κάποια στιγμή δεν ένιωσε την ανάγκη να χαθεί από όλους και από όλα; Ποιον, άραγε δεν τον έχει πλημμυρίσει, έστω και μια φορά στη ζωή του, η ανάγκη αποφυγής; Εκείνο το γλυκό συναίσθημα που σε κάνει να νιώθεις πως αν απομακρυνθείς από όλα όσα σε στεναχωρούν, εκείνα θα πάψουν, ως δια μαγείας, να υφίστανται.
Όσο κι αν το επιθυμείς ή το πιστεύεις, αυτό δε θα συμβεί. Τα συναισθήματα που όλοι μας κάποια στιγμή αποφεύγουμε, όταν βρουν έστω και μια μικρή, τοσοδούλα ρωγμή αναβλύζουν, επανέρχονται στην επιφάνεια δριμύτερα, ικανά να μας καταδιώξουν, τιμωρώντας μας που τα αρνηθήκαμε.
Γι’ αυτό κι εσύ να φροντίζεις τον εαυτό σου, να ακούς την καρδιά σου, να ασχολείσαι με τα συναισθήματά σου, ακόμα και με τα αρνητικά, κυρίως με αυτά. Διότι, αν και είναι επώδυνο, μόνο εφόσον τα κοιτάξεις κατάματα και τα αντιμετωπίσεις, θα ηρεμήσεις. Και τότε θα μπορέσεις να νιώσεις ασφάλεια όπου κι αν βρίσκεσαι. Δε θα χρειάζεσαι φίλους, σύντροφο, την εργασία σου για να είσαι καλά. Θα νιώθεις ασφαλής, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, φορώντας τις πιτζάμες σου και κοιτάζοντας τον τοίχο, κάνοντας το απόλυτο τίποτα.
Τότε μόνο θα τα έχεις βρει πραγματικά με τον εαυτό σου. Και φυσικά η ανταμοιβή δε θα αργήσει να εμφανιστεί, όλα θα φτιάξουν, ως δια μαγείας. Διότι το πιο μαγικό πράγμα σε αυτή τη ζωή είναι ο καθένας μας να αντέχει την αλήθεια του. Μα αυτό θέλει κόπο, χρόνο και αντοχή. Εσύ τι λες, αντέχεις;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου