Έχετε προσέξει πως συχνά μπαίνουμε στη διαδικασία να δικαιολογήσουμε τους εαυτούς μας και τις πράξεις μας στους άλλους ή ακόμα και σ’ εμάς τους ίδιους; Μια άσχημη συμπεριφορά είναι το τέλειο παράδειγμα. Λέμε πως πράξαμε καλώς ακόμα κι αν υπήρξαμε εριστικοί ή επιθετικοί γιατί «ανταποδώσαμε» μια εξίσου άσχημη αντίδραση, ή υποστηρίζουμε πως η δική μας αρνητική ή επιζήμια στάση είχε «ευγενή κίνητρα». Το κάνουμε όλοι ανεξαιρέτως, άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο κι είναι απολύτως ανθρώπινο. Την ίδια στιγμή όμως είναι και μια καλή απόδειξη για το πόσο εύπλαστη μπορεί να γίνει η ηθική μας.
Ο ψυχολόγος Roy Baumer είχε αναφέρει ότι «κάποιοι από τους χειρότερους εγκληματίες ένιωθαν πολύ όμορφα για τον εαυτό τους κι αυτή η ωραία αίσθηση για τον εαυτό τους, παρά την πραγματικότητα γύρω τους, ήταν αυτή που τους έδινε την εσωτερική δικαιολογία για να βλάπτουν και να περιφρονούν τους άλλους». Θα σας φέρω σαν παράδειγμα τον Χίτλερ ο οποίος είναι μακράν το πιο μισητό πρόσωπο στην ιστορία μόνο και μόνο για να γίνει πλήρως αντιληπτό δια της υπερβολής. Ο Χίτλερ πίστευε πως τα εγκλήματα που διέπραττε δεν ήταν αποτρόπαιες πράξεις ενάντια στην ανθρωπότητα αλλά «μονόδρομος» για την «άρια φυλή». Ένιωθε καλά μ’ αυτά που έκανε γιατί είχε πείσει πρώτα τον εαυτό του και μετά τους υπόλοιπους πως αυτό ήταν το «σωστό».
Σύμφωνα με την ανθρωπολόγο-κοινωνιολόγο Melitta Schmideberg, ένας από τους βασικούς λόγους που ένας εγκληματίας διαπράττει ένα κακούργημα είναι λόγω της ανικανότητας ή της άρνησής του να είναι σε επαφή με την πραγματικότητα αλλά πλάθει έναν κόσμο στη φαντασία του όπου όλες του οι πράξεις είναι δικαιολογημένες και λογικές. Την ίδια στιγμή, ο καθηγητής κοινωνιολογίας Shadd Maruna, αναφέρει πως συχνά οι εγκληματίες δημιουργούν εκ των υστέρων τους ισχυρισμούς τους για να μπορέσουν να κατευνάσουν τις τύψεις τους και να ελαφρύνουν τη βαριά τους συνείδηση.
Ο μηχανισμός αυτός επεξηγείται στη θεωρία της «εξουδετέρωσης» των κοινωνιολόγων Matza και Sykes. Η θεωρία υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι είναι σε θέση να εξουδετερώσουν αξίες που διαφορετικά θα τους απαγόρευαν να εκτελούν συγκεκριμένες πράξεις χρησιμοποιώντας μία ή έως και πέντε μεθόδους αιτιολόγησης:
1) άρνηση ευθύνης
2) άρνηση τραυματισμού
3) άρνηση του θύματος
4) «καταδίκη των καταδικαστέων»
5) επίκληση σε «ανώτερα πιστεύω».
Σας θυμίζει κάτι;
Όλοι κάποια στιγμή αποποιηθήκαμε την ευθύνη μας ή δεν παραδεχθήκαμε ότι πληγώσαμε ή ζημιώσαμε κάποιον. Ίσως κάποτε να δικαιολογηθήκαμε λέγοντας «καλά κάναμε» ή «πήγαινε γυρεύοντας». Κι ίσως, κάποια φορά, να αφήσαμε το σύμπλεγμα της ανωτερότητας να κερδίσει τον καλύτερο εαυτό μας, σπρώχνοντάς μας να απαξιώσουμε κάποιον τρίτο, να του μιλήσουμε άσχημα ή να τον προσβάλλουμε και να τον μειώσουμε. Η συμπεριφορά μας υπό άλλες συνθήκες θα κρινόταν άσχημα κι από εμάς τους ίδιους αν δεν ενεργοποιούταν -αυτόματα σχεδόν- αυτός ο μηχανισμός της εξουδετέρωσης που μας επιτρέπει να «μας συγχωρέσουμε» και να προχωρήσουμε σαν να μη συνέβη.
Να μην παρεξηγηθώ, δε λέω πως είμαστε όλοι κακούργοι, αλλά όπως είπε κι ο εγκληματολόγος Tom Gash «όλοι είμαστε εν δυνάμει εγκληματίες». Η ηθική μας δεν είναι τίποτα άλλο παρά «καθιερωμένες ηθικές αντιλήψεις στα πλαίσια μιας κοινωνίας ή εποχής» και «ένα σύνολο κανόνων που ορίζουν τι είναι καλό ή κακό, ορθό και πρέπον, σωστό ή λάθος από την κοινωνία ή από το άτομο». Βλέπουμε πως ακόμα κι ο ορισμός της έννοιας ενέχει αρκετές μεταβλητές ώστε να μπορεί να διαφέρει από κουλτούρα σε κουλτούρα, από εποχή σε εποχή κι από άτομο σε άτομο. Σίγουρα, υπάρχουν κάποια θέσφατα ανά τους αιώνες και ανά τόπους όμως δεν είναι όλα «γραμμένα σε πέτρα».
Αυτό που μας δείχνει η κοινωνιολογία κι η εγκληματολογία είναι μάλλον το πόσο ρευστό είναι αυτό που θεωρούμε «σωστό». Κανένας μας δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια ή σύμφωνα με τον Nietzsche, η αλήθεια είναι processus in infinitum· μια ατέρμονη διαδικασία για να καθορίσει κανείς την πραγματικότητα γιατί δεν είναι από μόνη της κάτι στέρεο και καθορισμένο. Θεωρώ πως το ίδιο συμβαίνει και με την ηθική. Καθορίζεται κι επανακαθορίζεται καθημερινά ενώ τείνει να είναι πιο «ευέλικτη» και «δεκτική» σ’ αυτά που μας αφορούν.
Ίσως αν είχαμε όλοι πραγματική επίγνωση αυτού του γεγονότος να ήμασταν και πιο διαλλακτικοί και με το «αλλότριο». Ίσως να ήμασταν καλύτεροι άνθρωποι, πιο ανεκτικοί, πιο αλληλέγγυοι, πιο ευαισθητοποιημένοι απέναντι στους συνανθρώπους μας και τα λάθη τους μα κάπως πιο αντικειμενικοί με τα δικά μας. Ίσως καταφέρναμε να μη μισούμε αυτό που τυχαία δεν είμαστε. Ίσως και όχι. Ίσως να χρειάζονται περισσότερα από την κατανόηση της ψυχογένειάς μας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου