Η νύχτα έχει τη δική της ομορφιά και γοητεία αδιαμφισβήτητα· κρύβει όμως και τον βαθύτερο αναστεναγμό.
Βλέπεις η μέρα έχει χρώματα, φωνές, φώτα, αυτοκίνητα, υποχρεώσεις, δραστηριότητες κι ασχολίες που μπορούν να κοροϊδέψουν το μυαλό.
Η νύχτα όμως έχει σκοτάδι και σιωπή κι είναι πάντα εκεί περιμένοντας απαντήσεις. Τις απαιτεί σαν κακομαθημένο παιδί που δε σ’ αφήνει να ησυχάσεις.
Είναι εκεί έτοιμη να πάρει εκδίκηση για όλα εκείνα τα πρόσωπα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα που πάσχιζες να θάψεις όλη μέρα, δουλεύοντας ως αργά στο γραφείο, πηγαίνοντας για ψώνια, για καφέ, σινεμά, πλένοντας πιάτα· πείθοντας τον εαυτό σου πως δεν έχεις χρόνο για τέτοιες έγνοιες.
Η νύχτα όμως έρχεται πάντα, συνεπής στο ραντεβού της και με το δυνατότερο σύμμαχό της, τις αϋπνίες, σε ανακρίνει βασανιστικά. Θέλει να μάθει τα πάντα κι εσύ είσαι πλέον ανήμπορος να της αντισταθείς.
Σκέφτεσαι όλα εκείνα που ονειρευόσουν, που ήθελες να κάνεις και να γίνεις και που τελικά ποτέ δεν έκανες και δεν έγινες.
Ήθελες να γίνεις ζωγράφος, φοβήθηκες όμως τη ρευστότητα και δίστασες να ζήσεις την περιπέτεια. Αναζήτησες τη βεβαιότητα, τη σταθερότητα και τη ρουτίνα. Τώρα δουλεύεις σε τράπεζα και κάθε πρωί ανάβοντας το πρώτο τσιγάρο της ημέρας, καις μαζί κι όλα σου τα όνειρα.
Αναλογίζεσαι όλα αυτά που σιχαινόσουν και δεν ήθελες ποτέ να μοιάσεις και πού τελικά κατάντησες.
Πήγαινες πάντα στις πορείες, αγωνιζόσουν για τα «πιστεύω» και την ιδεολογία σου, ασκούσες την πιο σκληρή κριτική. Χλεύαζες τους γονείς σου, αμφισβητούσες τα πάντα, ήθελες ν’ αλλάξεις τον κόσμο και τελικά όπως λέει κι ο φίλος μας ο Αρκάς, κατέληξες να αλλάζεις κανάλια στην τηλεόραση. Ρίζωσες στον καναπέ σου και κατεβάζεις αμάσητη κάθε τροφή που σου προσφέρουν. Έπαψες να ζεις. Κινείσαι μηχανικά. Σαν ένα καλοκουρδισμένο στρατιωτάκι.
Έγινες πιο κατεστημένο απ’ το κατεστημένο που κορόιδευες· και στην τελική όσα κορόιδεψες τα λούστηκες όλα, το ένα μετά τ’ άλλο.
Σκέφτεσαι όσα αγάπησες κι όσα μίσησες· και κυρίως τον εαυτό σου που ποτέ δεν αγάπησες και που μάλλον κάπου μίσησες.
Βλέπεις τη μέρα μπορείς ακόμα να φοράς τη μάσκα σου και το χαμόγελό σου, να λες πως είσαι εντάξει και κάποιες φορές να παίζεις το ρόλο σου τόσο καλά που κάποιοι να το πιστεύουν.
Τις μεγαλύτερες αλήθειες σου, τις πιο βαθιά θαμμένες, τις ανακαλύπτεις αργά τη νύχτα, όταν τα φώτα σβήσουν κι οι μάσκες πέσουν. Όταν μείνεις μόνος σου, εσύ, το μαξιλάρι σου κι όλα τα κρυμμένα «θέλω» σου. Όταν δε μπορείς πια να πεις ψέματα στον εαυτό σου.
Τότε παραδέχεσαι πως σου λείπει, πως δεν τον/την ξεπέρασες, ούτε τον/την έχεις ξεχάσει και πως ο εγωισμός σου τελικά δεν ήταν κι ο καλύτερος σύμβουλος.
Μετανιώνεις πικρά για τα βήματα που δεν έκανες, τα λόγια που δεν είπες και τις ευκαιρίες που άφησες να σε προσπεράσουν ανεκμετάλλευτες.
Απωθημένα λέγονται και λειτουργούν κι αυτά καλύτερα τις βραδινές μοναχικές ώρες.
Αυτή η ησυχία του δρόμου σε τρομάζει γιατί ακούς πιο δυνατά τις φωνές μες στο μυαλό σου κι αισθάνεσαι εντονότερα εκείνο το σφίξιμο στο στομάχι κι εκείνη τη θηλιά στο λαιμό που σε πνίγει.
Οι σκέψεις είναι σαν το βήχα· σε ταλαιπωρούν όλη μέρα, όμως τη νύχτα δε σ’ αφήνουν ν’ ανασάνεις.
Εκείνη τη στιγμή ανακαλύπτεις πού πραγματικά θα ήθελες να βρίσκεσαι· κι εύχεσαι να μπορούσες μαγικά να τηλεμεταφερθείς εκεί. Το κρεβάτι σου και το δωμάτιο σου μοιάζουν με κλουβί όπου ο αέρας ολοένα λιγοστεύει.
Άλλες φορές παρηγορείς τον εαυτό σου λέγοντας πως έκανες ό,τι καλύτερο μπορούσες κι άλλες πάλι ξεσπάς σε λυγμούς. Κάποια στιγμή εξαντλημένος, θ’ αποκοιμηθείς. Και το πρωί όλα θα’ ναι ξανά μια χαρά. Ο ήλιος έχει θεραπευτικές ιδιότητες κι οι ποικίλες ασχολίες σου προσφέρουν ασφαλές καταφύγιο.
Αυτό το «κοιμήσου κι όταν ξυπνήσεις όλα θα’ ναι καλύτερα» που μας λένε γονείς και φίλοι μοιάζει με την επανεκκίνηση συσκευών. Μόνο που σ’ αυτές μια επανεκκίνηση αρκεί για να λειτουργήσουν πάλι όπως πριν. Ενώ εσύ, εσύ δεν έχεις σωτηρία· γιατί κάθε νύχτα θα έρχεται να σου θυμίσει όσα με κόπο προσπάθησες να αποφύγεις όλη τη μέρα.
Πριν μάθεις όμως να περπατάς στο φως, πρέπει να μπορείς να περιπλανηθείς στο σκοτάδι.
Η απάντηση στην ευτυχία σου λοιπόν δεν είναι και τόσο δύσκολη να βρεθεί· απλά παρατήρησε τον εαυτό σου τις τελευταίες στιγμές πριν αποκοιμηθείς, εκείνες τις τελευταίες σκέψεις της ημέρας, τις πιο αληθινές.
Αν εκείνη τη στιγμή δε σου λείπει τίποτα και κανείς, τότε κάτι κάνεις καλά και μπορείς να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό κι ευτυχισμένο.
Αν πάλι νιώθεις κάτι που αδυνατείς να ερμηνεύσεις, κάτι σαν κενό και έναν ακαθόριστο εσωτερικό πόνο, τότε κάπου έχεις κάνει λάθος.
Φρόντισε να ζήσεις στη ζωή σου όσο το δυνατόν λιγότερες νύχτες μ’ αυτό το κενό.