Έλα, ρίξε την μπουνιά σου, αντέχω. Από τα χτυπήματα μαθαίνω. Μαθαίνω να φεύγω από αυτά που φοβάμαι και σιχαίνομαι. Από τα αρνητικά μου και τα αρνητικά των άλλων. Από όσα με ενοχλούν.
Δεν μοιρολατρώ. Προς Θεού. Όσοι μπήκαν στην ζωή μου, εγώ τους άφησα να μπουν. Ο καθένας άφησε το αποτύπωμά του. Όλοι με έμαθαν και από κάτι. Σε σκέφτομαι. Και εσένα και όλους σας.
Κοιτάζομαι στον καθρέφτη μου και βλέπω εμένα μα κι εσένα. Και την μάνα μου. Και την κολλητή μου από τα φοιτητικά χρόνια. Και έναν γκόμενο που είχα και με έφτυνε. Και όσο με έφτυνε εγώ κόλλαγα.
Σβήνω το φως και στήνομαι πάλι μπροστά στον καθρέφτη. Τώρα δεν βλέπω εμένα. Βλέπω μόνο εσάς. Στοχεύω και πυροβολάω τις σκιές σας. Σας πετυχαίνω στο δόξα πατρί και μένει όρθιο μόνο ό,τι μου έχει χαραχτεί στο μυαλό.
Συναισθήματα σίγουρα. Αλλά και άλλα πολλά. Ο Τάκης με έμαθε την ζήλια, σε όλο της το μεγαλείο. Ο Διονύσης την προδοσία του φίλου. Η Κωνσταντίνα το συμφέρον. Η Κατερίνα την ειλικρίνεια. Η Πόπη τη μόνιμη θλίψη, τη δική της μόνιμη θλίψη.
Έπειτα, ο Γιάννης με έμαθε αναρρίχηση, η Σοφία πλέξιμο, ο Gonzalo ισπανικά, η Marta ιταλικά, ο Μήτσος τα αγγελάκια στο χιόνι. Η Μαρία μου έμαθε να αγαπώ τους σκύλους, ο Μπάμπης να κλαδεύω τριανταφυλλιές και η Ιωάννα να φτιάχνω λικέρ ρόδι με αρμπαρόριζα.
Τα κράτησα όλα όσα έμαθα. Έδιωξα όμως όσους μου μάθαιναν μόνο πράγματα που με βούλιαζαν. Τους ευχαρίστησα παρ’ όλα αυτά για όσα με δίδαξαν.
Αν δεν πέσεις στον λάκκο με τις λάσπες, πως θα στρώσεις επιδερμίδα;
Έφαγα την μπουνιά σου λοιπόν. Τώρα ετοιμάσου εσύ να φας την κλωτσιά μου. Δε θα ζήσω με το βλέμμα κατεβασμένο, ούτε θα δεχθώ να γίνω υποχείριο κανενός. Άρχισες να με ρημάζεις και να με βουλιάζεις πια.
Είμαι ελεύθερο πνεύμα και δε γουστάρω να καταπιέζομαι. Δεκτή η κριτική, θετική ή αρνητική, αλλά όποιος είναι κακή επιρροή στην ψυχική μου υγεία, συγγνώμη, αλλά θα πρέπει να τζάσει. Εκ του τζάω- τζω, που λέει και ο Κατακουζηνός στην γνωστή ελληνική σειρά.
Μαζεύω όσα χαμόγελα βρίσκω σκόρπια στον δρόμο- κρίμα να πάνε χαμένα– και τα μετατρέπω στον μικρό μου θησαυρό. Και όταν ξυπνάω στραβά, βγαίνω στον δρόμο και ψάχνω ακόμα ένα να περιμμαζέψω- μην αδειάσει το σεντούκι. Έπειτα, το φοράω και συνεχίζω ανάλαφρη.
Η ζωή παίρνει το χρώμα που της δίνουμε. Εγώ διάλεξα να μην βλέπω πια τα μουντά και ψυχρά χρώματα. Γύρισα τον τροχό και διάλεξα τα θερμά. Αυτά θέλω, αυτά κρατάω. Εάν εσύ την βρίσκεις με τη μονοχρωμία, μπράβο σου. Εάν χτυπώντας φτιάχνεσαι, βάρα.
Εγώ σε αφήνω στο black and white σκηνικό σου, μα επειδή είμαι έξω καρδιά, θα περιμένω για λίγο απ’ έξω. Βγάλε το πουκαμισάκι σου, άνοιξε την πόρτα και έλα να πάμε για χρωματοπόλεμο. Απαλλαγμένοι από κάθε τι αρνητικό.