Πάντα υπάρχει κάποιος στη ζωή μας, λίγο διαφορετικά τοποθετημένος από όλους τους άλλους. Είναι εκείνος που δεν είναι ξεκάθαρα φίλος, ούτε έρωτας είναι και ούτε ξέρεις και εσύ τι ακριβώς να πεις για αυτόν.
Ξέρεις ωστόσο πως τον εμπιστεύεσαι, τον νοιάζεσαι και στα δύσκολα λες το όνομά του. Αναρωτιέσαι συχνά γιατί οι δύο σας δε γίνεστε ζευγάρι, γιατί δε βάζετε φωτιά σε κρεβάτια και πατώματα και για ποιον λόγο δεν κοιμάστε σφιχταγκαλιασμένοι.
Από την άλλη αναρωτιέσαι αν νιώθει τα ίδια. Αν σε θέλει ή αν όλα αυτά είναι αποκυήματα της φαντασίας σου. Μα πώς σκάνε οι έρωτες στα καλά καθούμενα ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω.
Η Δέσποινα γνώριζε τον Κώστα από την ημέρα που γεννήθηκε. Εκείνος καμιά δεκαριά και βάλε χρόνια μεγαλύτερός της. Όντας στο ίδιο περιβάλλον τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν και η κόντρα καλά κρατούσε. Πάντα πετούσε μια φαρμακερή ατάκα ο ένας στον άλλον και οι υπόλοιποι του περιβάλλοντος, δε χόρταιναν να τους ακούνε.
Εκείνος παντρεύτηκε έκανε οικογένεια και ένα παιδάκι. Η γυναίκα του μέχρι και λίγο πριν χωρίσουν, πάντα αντιπαθούσε τη Δέσποινα χωρίς να μπορεί να το αιτιολογήσει.
Χριστούγεννα ήταν όταν ο Κώστας κάθισε στο οικογενειακό τραπέζι της Δέσποινας. Σα φίλος οικογενειακός και αποδεκτός από όλους. Δεν άργησαν όμως να ακούγονται οι πρώτοι ψίθυροι.
«Μα καλά, τι έχει πάθει ο Κώστας με τη Δέσποινα και είναι πίσω από τον κώλο της;»
«Α! Δέσποινα, δε μας τα λες καλά σήμερα με τον Κώστα». Της είπε η θεία της τραβώντας την προς το μέρος της.
Ώσπου την πιάνει παράμερα η ξαδέρφή της.« Ρε κορίτσι μου θέλω καιρό να σου μιλήσω. Νισάφι πια. Ο Κώστας σε γουστάρει και είναι ολοφάνερο. Ήθελα εδώ και καιρό να στο πω. Αλλά σήμερα παράγινε. Κάνει σα δεκαπεντάχρονο, όλο σου μιλάει, σε κοιτάει, τρέχει από πίσω σου. Η Δέσποινα και η Δέσποινα μας έχει ζαλίσει, πώς τα κατάφερες στη ζωή σου, πόσο καλό παιδί είσαι, πού είσαι όταν λείπεις, τι μαλάκας που ήταν ο πρώην σου. »
Η Δέσποινα σφίχτηκε. Προσπαθούσε να καταλάβει αν έδωσε κάποιο δικαίωμα έστω και άθελα της. Δεν ήθελε να το πιστέψει νομίζω. Ή μάλλον ήθελε αλλά δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί. Πάντα υπήρχε κάτι στην ατμόσφαιρα, απροσδιόριστο και άυλο, όμως ο Κώστας ήταν απαγορευμένη περιοχή.
«Μα τον ξέρω από τότε που γεννήθηκα. Δεν προκάλεσα. Δεν έκανα κάτι. Δεν είχα κάτι πονηρό στο μυαλό μου.»
Ο καιρός πέρασε και η οικειότητα μεταξύ τους αυξήθηκε. Τηλέφωνα και μηνύματα πηγαινοέρχονταν. Ανοίχτηκαν στα προσωπικά τους και οι δυο τους μοιράζονταν σκέψεις και συναισθήματα. Για τους άλλους της ζωής τους, για εκείνους ούτε λέξη.
Καλοκαίρι ήταν και οι δύο τους μεθυσμένοι στην ίδια παρέα. Κατέληξαν χέρι χέρι να προχωρούν στο επόμενο μπαράκι. Κάτι αγκαλιές κάτι υπονοούμενα. Η Δέσποινα είχε πιει πολύ, αν ο Κώστας την ήθελε στο κρεβάτι του εκείνη τη νύχτα, δε θα χρειαζόταν να προσπαθήσει και πολύ.
Έσκυψε απλά και της είπε «Ξέρεις, ναι ξέρεις. Αν δεν είχα το μικρό, αν ήμασταν αλλιώς, αν μπορούσαμε εμείς οι δύο θα κάναμε θαύματα. Σ’ αγαπώ πολύ για να σε θυσιάσω για ένα βράδυ, όχι πως θέλω να είναι ένα, αλλά πώς θα το διαχειριστούμε όλο αυτό; Τι θα πω στην κόρη μου; Τι θα πω στους γονείς σου; Ούτε πού ξέρω γιατί στα λέω όλα αυτά, αλλά φτάνει να τα κρύβω.» Τα είπε και έφυγε.
Μια εβδομάδα μετά βρέθηκε απρόσκλητος στην ίδια παρέα. Το σκηνικό πάλι το ίδιο. Και η κουβέντα ολοκληρώθηκε, «Κώστα, ορκίσου μου πως εμείς δε θα κάνουμε ποτέ τίποτα. Ορκίσου μου πως ό τι και να γίνει δε θα πάμε παρακάτω. Δε θα κάνουμε σεξ ποτέ. Μέχρι εδώ θα μείνει. Εμείς οι δύο ποτέ.»
Την αγκάλιασε σφιχτά επάνω του, τη φίλησε στο λαιμό και συνέχισαν τη βραδιά ως το ξημέρωμα.
Από τότε πέρασε καιρός. Δεν κάθισαν να το αναλύσουν και πολύ το ζήτημα. Ούτε πώς, ούτε γιατί, ούτε πρέπει και δεσμοφοβίες και σωρός από μαλακείες τέτοιου τύπου που πλάθουμε στο μυαλουδάκι μας έμεις οι γυναίκες να έχουν και πωλήσεις το χαρτομάντηλα.
Πήραν την απόφαση από κοινού. Ναι γουστάρoνται, ναι αγαπιούνται, ναι ρε παιδί μου σε όλα ναι. Αλλά βλέποντας παρακάτω, καταλαβαίνουν πως ούτε μέλλον θα υπάρχει σε αυτή τη σχέση αν δημιουργηθεί, ούτε αξίζει για να ολοκληρωθεί να βρεθούν, να βγάζουν τις καύλες τους μεθυσμένοι σε κανένα κρεβάτι και μετά να μην ξέρουν τι να κάνουν.
Η Δέσποινα τον εκτίμησε και τον αγάπησε ακόμη περισσότερο, μιας και δεν βρίσκεις εύκολα άντρα να μην ακούει το παντελόνι του. Εκείνος τη λάτρεψε και την έκανε δική του, μόνο και μόνο για την ωριμότητα να μιλήσει ντόμπρα.
Συνεχίζουν την κόντρα οι δύο τους, συνεχίζουν και τα μηνύματα και στα δύσκολα αναζητά ο ένας τον άλλον. Καμιά φορά αγκαλιάζονται σφιχτά, βγαίνει ένα «αν» από τα χείλη τους, γυρνούν το κεφάλι αλλού και γεμίζουν τα ποτήρια τους.
Ποιος ξέρει αύριο τι θα γίνει;