Ερωτευόμαστε. Πολύ και συχνά. Τι ερωτευόμαστε; Ποιον; Αυτόν που έχουμε απέναντί μας; Ή αυτόν που θα θέλαμε να έχουμε απέναντί μας; Δίπλα μας; Μέσα μας;

Μια εικόνα που φτιάχνει η φαντασία μας η πλανεύτρα, αυτή η μεγάλη ψεύτρα ή τη ρεαλιστική που έχουμε μπροστά στα μάτια μας;

Η Μαίρη φώναζε τα τελευταία δύο χρόνια, ότι στο πρόσωπο του Μιχάλη βρήκε τον άνθρωπό της. Και λέω, φώναζε, γιατί αυτό έκανε. Κυρίως για να το πιστέψει η ίδια. Αμέσως μετά ο Μιχάλης και εν συνεχεία οι φίλοι της.

Και το φώναζε γιατί ένιωθε πως αυτό που είχε πλάσει στο μικρό της κεφαλάκι, ήταν μια ροζ φούσκα. Απ’αυτές που κάνουν οι τσιχλόφουσκες. Μασάς, ξαναμασάς, φυσάς, φουσκώνεις, μπαμ.

Και το ένιωθε και το ήξερε. Από μικρή όμως ήταν ξεροκέφαλη. Όταν της έλεγαν «όχι», εκείνη έσκαγε αν δεν το μετέτρεπε σε «ναι».

Γνωρίστηκαν ακριβώς δυο χρόνια πριν.

Κατακαλόκαιρο με οικολογικοφιλοσοφικές ανησυχίες.
Τα βαριόταν λίγο αυτά, αλλά όταν τα’λεγε εκείνος τον θαύμαζε και τον άκουγε με ανοιχτό το στόμα. Τον ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή που της απηύθυνε το λόγο.

Ατελείωτα chating στο facebook.

Άσκοπα ξενύχτια με κουβέντες, για τις ασχολίες του κυρίως. 
Αυτή δεν υπήρχε για να μιλάει παρά μόνο για να ακούει, να διαβάζει, να τον επικροτεί και να τον 
στηρίζει με τον τρόπο της. Άντε και για κανένα τραγουδάκι, μόνο απ’αυτά που του αρέσουν.

Ο Μιχάλης είχε καταλάβει πως η καρδιά της καιγόταν για πάρτη του. Αλλά τον βόλευε να κάνει τον χαζούλη.

Όλοι θέλουμε κάποιον να μας θεοποιεί και ας μην το παραδεχόμαστε ούτε στον εαυτό μας. 

Και περνούσε ο καιρός, βρισκόντουσαν μια φορά το δίμηνο, αλλά ακόμα και αυτό της αρκούσε για να συνεχίζει να πλέκει το παραμύθι της. Είχε κάτι να ονειρεύεται όταν κοιμόταν μόνη και αγκάλιαζε το μαξιλάρι της.

Ένα βράδυ μετά από μια ρακοκατάνυξη, βρέθηκαν να αναστενάζουν παρέα.

Για λίγο. Για μερικά λεπτά. Οι αμπελοφιλοσοφιές τους έγιναν φιλιά παθιασμένα. Τα σώματά τους ενώθηκαν. 

Του εξομολογήθηκε τον απόλυτο έρωτά της. Και η απάντησή του, ένα ξερό «άστο», ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία.

Στα πατώματα η Μαιρούλα. Απών ο Μιχαλάκης. Όπως πάντα άλλωστε. 

Με τον καιρό συνήλθε. «Φώναζε» πάλι στους  φίλους ότι το είχε τελειώσει μέσα της, είχε βάλει τη τελεία της, είχε κλείσει τον κύκλο της. Και ήταν περήφανη γι’αυτό. 

Μέχρι που βρέθηκαν ξανά τυχαία στον δρόμο. Και η τάφρος της κατέρρευσε. Έλιωσε όπως η Amelie στην ταινία. Ξανά μανά τα ίδια.

Οι αμπελοφιλοσοφίες έγιναν πονηρές κουβέντες, το chating έγινε sexting. Και το sexting άλλη μια ξεπέτα.

Απ’αυτές τις ξεπέτες που δεν ευχόμαστε «ούτε στον εχθρό» μας.

Που ευτυχώς πάντα διαρκούν το πολύ πέντε λεπτά. Για να μη χάνεις και την υπόλοιπη νύχτα.

Και γίνονται συνήθως καλοκαίρι, σε παραλίες. Τα κορίτσια πάντα «μασάμε» σε έναστρους ουρανούς και κοπλιμέντα.

Κι όμως τελικά, ήταν το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να της κάνει ο Μιχάλης. 

Ένα μάθημα για να ξέρει από δω και στο εξής, πως οι εξαιρετικές προσωπικότητες δε συνοδεύονται πάντα από εξαιρετικούς χαρακτήρες. 

Ένα μεγάλο, δυνατό χαστούκι. Απ’αυτά που σε ξυπνάνε για το υπόλοιπο της ζωής σου. 

Που συνειδητοποιείς πως ο «ιδανικός» τελικά είναι λίγο χειρότερος απ’τους υπόλοιπους.

Και πως όλα αυτά που νόμιζες πως ένιωθες, δεν ήταν ούτε καν ροζ φούσκα.

Ήταν ένα τίποτα. Λες και δεν τα έζησες ποτέ. Ένα χαζό όνειρο που βλέπεις μια νύχτα και το επόμενο πρωί αναρωτιέσαι «τι βλακείες είδα πάλι στον ύπνο μου;»

Συντάκτης: Γεωργία Χατζηγεωργίου