Σε μια εποχή που φωνάζουμε με όλες τις δυνάμεις της φωνής μας για την απόλυτη ελευθερία λόγου και που παλεύουμε με κάθε δυνατό τρόπο για τον απόλυτο σεβασμό στις απόψεις του καθενός, μήπως φάσκουμε και αντιφάσκουμε όταν αντικρούουμε ανοιχτά όσους δε συμφωνούν με τα παραπάνω;
Τώρα θα μου πεις, λίγο απότομα μπήκα στο θέμα. Θα μπορούσα να έχω κάνει έναν πρόλογο, να πω δύο κουβέντες για το φαινόμενο πριν σου δώσω στο πιάτο τον προβληματισμό. Δυστυχώς όμως δεν μπορώ. Και αυτό γιατί κανένας πρόλογος δεν είναι ικανός να σε βάλει στο θέμα με μεγαλύτερη ακρίβεια από όλα εκείνα τα σκηνικά που έχεις δει με τα μάτια σου στην καθημερινότητά σου. Όλα εκείνα τα «Τι έγινε; Δεν αντέχουμε τελικά να ακούμε διαφορετικές απόψεις;», τα «Πονάει να ακούμε αλήθειες, ε;» και όλα τα «Άποψή μου είναι και σεβάσου την!» που όμως κατά τον πιο ειρωνικό τρόπο είναι η συνέχεια μιας δήλωσης που απαγόρευε σε κάποιους άλλους να εκφράσουν τη δική τους. Είναι όλοι εκείνοι οι τσακωμοί δύο αγνώστων κάτω από ένα άσχετο post στο facebook και όλα τα comment που θα βρεις μετά από δηλώσεις των αγαπημένων «Πήρα ποπ-κορν και ήρθα». Αυτός είναι λοιπόν ο πρόλογός μου σήμερα. Τα όσα έχεις ήδη δει.
Όντως κρύβεται ένα παράδοξο εδώ, δε θα το αρνηθώ. Τους δίνω μάλιστα κι ένα δίκιο στο ότι το βλέπουν και τους ξενίζει. Υπάρχει πραγματικά κάτι που συγκρούεται στο να αντικρούεις κάποιον για να του πεις ότι είναι λάθος να αντικρούει άλλους. Παράδοξο αντίστοιχο -σε μέγεθος και όχι ουσία- με το να απαιτείς σεβασμό στην απόφασή σου να μη σέβεσαι. Κοίτα όμως πού έγκειται η μεγαλύτερη διαφορά: Το 1945 ο φιλόσοφος Καρλ Πόπερ περιέγραψε την κατάσταση επακριβώς και ανέφερε το εξής «Η απεριόριστη ανεκτικότητα μπορεί να οδηγήσει μόνο στην καταστροφή της. Όταν επεκτείνουμε την ανεκτικότητα σε εκείνους που είναι φανερά μισαλλόδοξοι, οι ανεκτικοί τελικά καταστρέφονται. Και μαζί τους και η ανοχή. Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, το να υπερασπίζεσαι την ανεκτικότητα απαιτεί να μην ανέχεσαι τους μισαλλόδοξους». Εντόπισες λοιπόν τη διαφορά;
Κανείς δεν έρχεται να αρνηθεί το παράδοξο του πράγματος. Το δεχόμαστε, το παραδεχόμαστε και κυρίως το επιλέγουμε! Για εμάς πρόκειται για την εξαίρεση που όχι απλώς επιβεβαιώνει τον κανόνα αλλά τον υπογραμμίζει και του βάζει και τρία θαυμαστικά! Θυμήσου την τελευταία φορά που με κάποιο τρόπο έγινες μάρτυρας ενός τέτοιου περιστατικού και πες μου, όλα εκείνα τα «να σέβεσαι» έκρυβαν πίσω τους αγανάκτηση ή ειρωνεία; Πρόσεξέ με, δε μιλάω για την άποψη αυτή καθαυτή. Μιλάω για την αντίδραση στον όποιο αντίλογο! Κάνει διαφορά το κίνητρο να ξέρεις. Τη μεγαλύτερη και πιο βαρυσήμαντη.
«Αν δεν μπορείτε να ακούσετε την αντίθετη άποψη μη μιλάτε για διάλογο». Και σε αυτή τη φράση υπάρχει ένα λάθος που είναι απίστευτα σημαντικό να κατανοήσεις σε όποια μεριά και αν είσαι. Το πρόβλημα δε βρίσκεται στο ότι η άποψη είναι αντίθετη ή διαφορετική. Αυτό ακριβώς στηρίζουμε. Το δικαίωμά σου να εκφράζεσαι! Να είσαι ελεύθερος! Ναι, ακόμη και αν η άποψή σου είναι εκ διαμέτρου αντίθετη από τη δική μας! Θέλουμε και ζητάμε να μπορείς να ακουστείς! Για αυτό παλεύουμε, τι λέμε τόση ώρα; Το πρόβλημα ξεκινάει τη στιγμή που αυτό το «κάτι διαφορετικό» για να μπορέσει να στηριχτεί, απαιτεί από άλλους να σωπάσουν.
«Ζητάτε φίμωση της διαφορετικής άποψης!» Πάμε πάλι. Κανένας, μα κανένας άνθρωπος στον κόσμο αυτό δεν μπορεί να συμφωνεί με χίλιες και μία απόψεις. Δεν είναι κλειδί πασπαρτού η άποψη, να κάνει μία για όλους. Δε θα υπήρχε λογική στο να συμφωνούμε με τους πάντες, θα καταλήγαμε άβουλοι και ουδέτεροι απέναντι σε μια κοινωνία που έχει ανάγκη από ανθρώπους σκεπτόμενους. Για την ακρίβεια, δε φαντάζεσαι πόσες είναι οι απόψεις των οποίων ενώ το δικαίωμα να ακουστούν το στηρίζουμε με κάθε τρόπο, με την άποψη αυτή καθαυτή σε προσωπικό επίπεδο διαφωνούμε κάθετα. Κάπως έτσι προκύπτει ο διάλογος. Κάπως έτσι προκύπτει και ο σεβασμός για τον οποίο μιλάμε.
Όπως πολύ συγκεκριμένα είχε αναφέρει ο Καντ «Η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που αρχίζουν να θίγονται τα όρια της ελευθερίας των άλλων». Εκεί ακριβώς αντιτιθέμεθα και αντιδρούμε. Υπάρχουν δύο τρόποι να προσπαθήσεις να κάνεις την άποψή σου την επικρατέστερη. Ο ένας είναι να πείσεις με λογικά επιχειρήματα. Να ακούσεις την αντίθετη άποψη, να εντοπίσεις τα αδύναμα σημεία της και ένα-ένα να τα καταρρίψεις. Ο άλλος είναι να προσπαθήσεις να φωνάξεις δυνατότερα για να μην μπορέσει καμία άλλη φωνή να ακουστεί.
«Είναι δικαίωμά μου να μη με αναγκάζουν να βλέπω γύρω μου το διαφορετικό». Λυπάμαι που στο χαλάω, αλλά δεν είναι. Είναι δικαίωμά σου να φύγεις από έναν χώρο στον οποίο υπάρχει κάποια εικόνα που σε ενοχλεί. Είναι δικαίωμά σου να μη διαβάσεις ένα άρθρο με το οποίο διαφωνείς. Είναι δικαίωμά σου να πάψεις να ακολουθείς άτομα των οποίων τις απόψεις δεν αντέχεις. Αναφαίρετα όλα αυτά, σου το δίνω, σε στηρίζω αν τα κάνεις και τη λέω σε όποιον σου πει ότι κακώς έπραξες. Μιλάμε για δικαίωμα όμως, μόνο για όσο η πράξη μπορεί να οριστεί από εσένα και να επηρεάσει μόνο εσένα. Τη στιγμή που θα επικεντρώσεις ένα υποτιθέμενο δικαίωμα στη συμπεριφορά των άλλων -όχι απέναντί σου αλλά γενικότερα- έχεις χάσει το παιχνίδι. Τη στιγμή που θα πεις σε κάποιον να σκάσει και θα του επιτεθείς προσωπικά, χάνεις και τον όποιο σεβασμό.
Για επιβίωση πρόκειται, όχι για εγωισμό. Αυτό ακριβώς εξήγησε ο Πόπερ μιλώντας για το παράδοξο της ανεκτικότητας. Αντιδρούμε για να μπορεί ο καθένας να συνεχίσει να μιλάει. Αντιδρούμε για τον κάθε άνθρωπο που χρειάστηκε πολλά κότσια για να πει την άποψή του. Αντιδρούμε για εκείνον που την είπε μία φορά και δεν την είπε ποτέ ξανά, γιατί δεν άντεξε να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις. Αντιδρούμε για εσένα, ώστε αν αύριο χρειαστείς στήριξη σε μια όχι δημοφιλή σου άποψη, αυτή ακόμα να υπάρχει.
Βγάλε επιτέλους από το νου σου ότι υπάρχουν στρατόπεδα. Δεν απειλείται η ύπαρξή σου από την ύπαρξη κάποιου άλλου. Ο κόσμος είναι αρκετά μεγάλος για να υπάρχετε ευτυχισμένοι και οι δύο, ακόμη και αν δε συνυπάρχετε. Και οι υπόλοιποι ας μείνουμε εδώ, να συνεχίσουμε να στηρίζουμε έναν κανόνα μέσα από την εξαίρεσή του και σαν μικροί ουτοπιστές που είμαστε, να ελπίζουμε σε έναν κόσμο που ο κανόνας αυτός καθαυτός θα πάψει να είναι απαραίτητος.