Στην αναμονή βρίσκεται η μισή απόλαυση. Ξυπνάς και κοιμάσαι με τη σκέψη αυτού που θα συμβεί. Τα δάχτυλα δεν έχουν ησυχία, μία χτυπάνε ρυθμικά το τραπέζι, μία παίζουν με την άκρη της μπλούζας. Η καρδιά, βιαστική, επιταχύνει, για να μετρήσει πιο γρήγορα τον χρόνο και το σώμα μυρμηγκιάζει στη σκέψη. Έχεις φαντασιωθεί τη στιγμή δεκάδες φορές, τα χρώματα, τους ήχους, τη διαδοχή των κινήσεων· είναι σχεδόν απτά.
Και μετά το ζεις. Και μετά τελειώνει.
Αυτό ήταν όλο. Τι να σου φτάσει μία στιγμή, αν δεν έχει και λίγη αναμονή από μπροστά, έτσι για την πουτανιά; Η αναμονή είναι το έξτρα πιπεράκι που τρίβεις μυρωδάτο πάνω απ’ τη μακαρονάδα. Είναι η άχνη που πασπαλίζεις τον λουκουμά. Είναι η κανέλα που κάνεις σχεδιάκι καρδούλα στον καφέ. Αυτή είναι η πινελιά που απογειώνει τη συνταγή και κάνει τη στιγμή πιο νόστιμη.
Τη στιγμή που επιτέλους ανοίγεις το δώρο, το τυλιγμένο με κόκκινο γυαλιστερό χαρτί. Που ξεκινάει το καράβι κι αφήνεις πίσω σου τον Πειραιά, τις ευθύνες, την αφρισμένη λευκή γραμμή πάνω στη θάλασσα να δείχνει την πορεία προς τις διακοπές σου. Τη στιγμή που μπλέκεις τα δάχτυλα, το σώμα, τα χείλη σου με του άλλου και τον αποκαλείς πια δικό σου.
Τα εύσημα, παρακαλώ, στα ξεκινήματα των νέων γνωριμιών. Το καινούριο πρόσωπο έρχεται με φόρα και κάνει γκελ πάνω στην ήρεμη επιφάνεια της προσωπικής σου ζωής. Οι κυκλικοί κυματισμοί που δημιουργεί η πρόσκρουση σε υπνωτίζουν. Σαν τρελός επιστήμονας θες να τον ξαπλώσεις στο εξεταστικό κρεβάτι και να τον μελετήσεις σπιθαμή προς σπιθαμή. Σα χαζοχαρούμενο ερωτευμένο κοριτσάκι θες να τον συναντάς κάθε βράδυ και να του στέλνεις μηνύματα όλη μέρα.
Το πρώτο διάστημα κάθε φρέσκιας γνωριμίας είναι γεμάτο από ενθουσιασμό και μυστήριο για το τι θα φέρει το μέλλον. Είναι αναμονή. Μέχρι τη στιγμή που οι αγωνίες καθησυχάζονται και το ζευγάρι αποκτά τη δική του θέση στο πάνθεον των σχέσεων.
Είναι αξιοπερίεργο πώς τα πάντα ξεκινούν από ένα τυχαίο συνηθισμένο βλέμμα. Θ’ ακολουθήσουν πολλά άλλα, καθόλου τυχαία. Οι πρώτες ματιές φέρουν τεράστια ενέργεια, γιατί είναι επιφορτισμένες με το ρόλο του διαμεσολαβητή. Είναι καίριο να κάνουν καλά τη δουλειά τους, αφού μέσω αυτών τα δύο μέρη έρχονται στην αρχή κοντά. Γίνονται στόματα, όταν τα χείλη διστάζουν ν’ αρθρώσουν «Ρε, σε θέλω, λέμε!» Έχουν και ταμπελίτσα «κίνδυνος θάνατος-υψηλή τάση», γιατί λίγο απρόσεκτος να ΄σαι και ν’ ακουμπήσεις με χέρια γυμνά, το ρεύμα τους θα σε ρίξει κατάχαμα αναίσθητο.
Είναι βαριές κι αργόσυρτες οι πρώτες ματιές εξαιτίας της μεταφοράς μεγάλου όγκου δεδομένων: ύψος, χρώμα μαλλιών, σχήμα προσώπου, μέγεθος επιθυμίας, βαθμός λαχτάρας.
Είναι μελωμένες. Γι’ αυτό τα μάτια κολλάνε παραπάνω χρόνο και χρειάζεται προσπάθεια, σωματική συνειδητή προσπάθεια, για ν’ αποστρέψεις το βλέμμα. Και μεταδοτικές· τον κοιτάς και τον βρίσκεις ήδη να σε κοιτάει και το παιχνίδι γίνεται εθιστικό, περισσότερο κι απ’ το Candy Crash.
Πέρα απ’ τις συζητήσεις των ματιών, τις γεμάτες υπονοούμενο και πονηράδα, στην αρχή μιας γνωριμίας συμβαίνουν και κυριολεκτικές πολύωρες συζητήσεις. Όσα μαθαίνεις αποκτούν πρωτοφανές ενδιαφέρον. Ότι το κουνέλι που είχε στα εφτά του το λέγανε Λέλο και συνέχισαν να το λένε ακόμα κι όταν αποδείχτηκε κοριτσάκι – το κουνέλι είχε προσωπικότητα, χρειάζεται προσωπικότητα για να υποστηρίξεις ένα τέτοιο όνομα. Ότι σιχαίνεται το μουσταρδί, αλλά έχει ένα αγαπημένο τέτοιο παντελόνι. Ότι δεν έμαθε ποτέ ποδήλατο κι αναρωτιέσαι από μέσα σου αν βγάζουν ποδήλατα με βοηθητικές για ενήλικους.
Οι δε βόλτες δεν παίζονται. Γνωρίζετε ο ένας στον άλλον καινούρια μαγαζάκια. Στύβεις το μυαλό σου να βρεις μέρη που δεν έχει ξαναπάει, για να τον εντυπωσιάσεις, γιατί είσαι και πολύ κουλ, άλλο που δε σου φαίνεται.
Ξεκινάτε από κάποιο ακριβό εστιατόριο, για να σας βρει το ξημέρωμα χυμένους στα σκαλιά έξω απ’ το κλειστό μετρό, παρέα με τον Μάνο, τον άστεγο, που η ζωή του φαίνεται ωραία. Περπατάς μαζί του σε γωνιές γνώριμες, αλλά τις κάνετε καινούριες απ’ την αρχή.Γεμίζεις τον τόπο νοερά ποστ-ιτ· εδώ σου εξομολογήθηκε κάτι πολύ προσωπικό κάνοντας μία ακόμα υπέρβαση προς εσένα, εκεί σου χάρισε ένα από εκείνα τα χαμόγελα που σε κάνουν να θες να φιλήσεις τις γωνίτσες τους, παρακάτω σου χάιδεψε τη μέση μ’ αυτό τον τρόπο που σε παραλύει, αλλά δεν του αποκαλύπτεις ακόμα, γιατί σε κάνει υπερβολικά ευάλωτη.
Και κάπως έτσι φτάνετε στα πρώτα αγγίγματα. Στην αρχή είναι δειλά, αναγνωριστικές πτήσεις πάνω απ’ την έκταση του αχαρτογράφητου κορμιού. Το μέρος εξωτικό και σου ξυπνάει το ένστικτο του εξερευνητή άγριο και πεινασμένο. Θες να προχωρήσεις πιο βαθιά στο δάσος, να πατήσεις κάθε κοιλότητα, να πιεις από μία ακόμα πηγή.
Μόλις λάβεις τη σιωπηρή συγκατάθεση του άλλου, κατακτάς λίγα εκατοστά σώματος επιπλέον και πάντα με σεβασμό στην ξένη ιδιοκτησία.
Μέχρι που τα χάδια αρχίζουν να γίνονται επικίνδυνα. Διεκδικούν τον γοφό σου, κατέχουν τη μέση σου, σημαδεύουν τον λαιμό σου. Βρίσκεις τον εαυτό σου εμπρός στη λεπτή διαχωριστική γραμμή, αυτήν που ο εγκέφαλός σου βγάζει ανακοίνωση απ’ τα μεγάφωνα ότι αν προσπεράσεις, εκείνος παύει να λειτουργεί και μπαίνεις στον αυτόματο. Το ξέρεις ότι πλησιάζει η ώρα που η αυτοκυριαρχία σου τελειώνει. Κρυφά της ανοίγεις τρύπες, για ν’ αδειάσει γρηγορότερα.
Τότε τα σώματα θα στριμωχτούν· πάνω σ’ έναν μισοκρυμμένο τοίχο, κάτω απ’ τη φωτεινή δέσμη της λάμπας του δήμου, δίπλα σ’ ένα ανθισμένο γιασεμί. Τα χέρια θ’ αρπάξουν χέρια, μαλλιά, λαιμούς και τα μάτια θα κλείσουν, για να περάσει η επικοινωνία σ’ άλλο επίπεδο. Παίρνετε την τελευταία ανάσα που επιτρέπει ο λιγοστός αέρας στα μερικά εκατοστά που σας χωρίζουν και με μια τελική κίνηση κλείνετε το κενό. Τα χείλη δοκιμάζουν, δαγκώνουν κι αμέσως μετά παρηγορούν. Το φιλί βαθαίνει αμοιβαία, οι άμυνες πετιούνται σαν τρυπημένο ρούχο και ξεκινάτε να βάζετε δίπλα-δίπλα πια τα βήματά σας.
Αν τα πρώτα αγγίγματα είναι αλητεία, τα πρώτα φιλιά είναι μαγεία. Αγνή και καθαρή μαγεία, σου λέω.