Δεν αντέχω στο πατρικό μου σπίτι για περισσότερο από μία ώρα. Ο αέρας με πνίγει, η μάνα μου κρατάει κλειστά τα παράθυρα από φόβο μην μπει το φως και ξεθωριάσει τις κουρτίνες. Δεν καταλαβαίνει πως τα χρόνια ξεθωριάζουν τους ανθρώπους και επιμένει στα αντικείμενα.
Δεν καταλαβαίνει ούτε εμένα. Ούτε γιατί έφυγα, ούτε γιατί δεν πηγαίνω συχνά. Είναι και εκείνη η μανία της να κρατάει το εφηβικό μου δωμάτιο σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που έφυγα. Σαν να πιστεύει ότι κάποια στιγμή θα γυρίσω, θα ξαπλώσω στο κρεβάτι, θα βάλω τα ακουστικά, θα γράψω στο ημερολόγιο και εκείνη θα τρέξει μόλις πάω στο σχολείο να το διαβάσει.
Ύστερα θα γυρίσω και εκείνη θα με κοιτάξει με την ένοχη ματιά που έχει ένα παιδί όταν κλέβει κρυφά γλυκό από το βάζο της γιαγιάς. Θα θυμώσω, θα κλειστώ πάλι στο δωμάτιο χτυπώντας τη πόρτα πίσω μου και θα νιώσω ξεγυμνωμένη επειδή έμαθε για το πρώτο μου τσιγαριλίκι ή τον πρώτο μου έρωτα.
Όμως δε θα γυρίσω στο πατρικό μου σπίτι γιατί έχει πολύ φασαρία πια. Εκείνο το κοριτσάκι εμφανίζεται και φωνάζει όλο λαχτάρα τα όνειρά του και δεν αντέχω να το ακούω, προτιμώ να μείνω μονάχη μες στους ξένους από το να είμαι στους δικούς μου ξένη. Το είχα πει κάποτε στη μάνα μου να το διώξει το κοριτσάκι αλλά δεν είχε καταλάβει τι εννοούσα, εκείνη δεν έβλεπε κανένα κοριτσάκι, εκτός από εμένα. Ήταν τότε που ο Γιώργος είχε αποφασίσει να φύγει και εγώ έπρεπε να βρω μία αγκαλιά που να είναι έτοιμη να με δεχτεί. Η μάνα μου δε θα μου το αρνιόταν ποτέ.
Δεν αντέχω στο πατρικό μου σπίτι για περισσότερο από μία ώρα και είναι όλα εκείνα που άφησα φεύγοντας, αλλά και όλα αυτά που βρίσκω γυρνώντας που με κλειδώνουν σε αυτή μου την απόφαση. Μεγάλωσα και κλείδωσα στις αποφάσεις μου, πρέπει να τις στηρίξω μέχρι τέλους, αυτό είχα πει και το τηρώ. Από μικρή απόλυτη και σήμερα συνεχίζω.
Εξακολουθώ να μην έχω συγχωρήσει τον πατέρα μου για τα λάθη του. Για τους έρωτες που είχε μονίμως και για τα δάκρυα που έβρεχε στα μάτια της μάνας μου κάθε φορά που εκείνη ανακάλυπτε άλλη μια του ατασθαλία. Τότε ήταν που φοβόμουν πολύ και έτρεχα στην τουαλέτα και κρυβόμουν για να μην ακούω τις φωνές τους. Ύστερα περπατώντας στις μύτες και κρατώντας την ανάσα μου, έβγαινα στο διάδρομο που οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρά τους και κρυφοκοιτούσα τη μάνα μου να κλαίει.
Το έχω μισήσει αυτό το σπίτι για αυτό ακριβώς το διάδρομο για όλες εκείνες τις αναμνήσεις που σφήνωσαν σαν οβίδες στο μυαλό μου από όταν ήμουν παιδάκι και με κυνηγάνε μέχρι και σήμερα στην ενήλικη πραγματικότητα. Στο συννεφάκι που δεν ανέβηκα ποτέ για να ονειροβατήσω. Στις σχέσεις που έχασα από λάθη μου, από το φόβο των καυγάδων των γονιών μου που με γυρόφερνε σε κάθε αρχή μου.
Είναι αυτά τα γαμημένα χρόνια που σε κυνηγάνε όσα χρόνια και να περάσουν. Που καθορίζουν το μυαλό σου τις σκέψεις σου, τις αποφάσεις, τους φόβους. Αυτά που θα κάνεις και αυτά που δε θα κάνεις, που θα σε πάνε πίσω ή θα σε προχωρήσουν μπροστά.
Είναι εκείνη η καταπιεστική αγάπη των γονιών που σε διώχνει. Εκείνη η ζακέτα που δε γουστάρεις να φορέσεις και ας κάνει κρύο, εκείνο το «πρόσεχε» που δε θες να ακολουθήσεις γιατί θες να ζήσεις στα άκρα, να παραπατάς από το ποτό να γυρνάς με παλιοπαρέες. Να σε βρίσκει το ξημέρωμα πρωί σε μία πλατεία και να μην προσέχεις καθόλου.
Είναι εκείνες οι μυρωδιές τις μάνας σου, το στιφάδο που δεν τρως γιατί ξεκίνησες διατροφή -σημάδι του πόσο θες να ξεφύγεις και αυτό. Η μάνα σου άλλωστε ήταν πάντα ζουμπουρλούδικη και ο πατέρας σου με κοιλίτσα.
Όσα με κράτησαν σε αυτό το σπίτι είναι ακριβώς εκείνα που με έδιωξαν. Είναι εκείνα που κάνουν την αποπνικτική ατμόσφαιρα, ούτε τα κλειστά παράθυρα, ούτε το παιδικό δωμάτιο, ούτε ακόμα και ο διάδρομος.
Είναι εκείνη η μανία του να πετώ. Του να τρέχω, του να μη φοβάμαι και ας κινδυνεύω.
Είναι εκείνο το κοριτσάκι που επιμένει να τραγουδάει πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, ονειρευόμενο μία άλλη ζωή.
Εκείνη που δεν έκανα.
Εκείνο το κοριτσάκι, εγώ, που ξέχασα να μεγαλώσω. Πάντα εκεί στο πατρικό που δεν αντέχω να μένω, αλλά και που δεν αντέχω μακρυά του.