Γνωρίστηκαν το Φεβρουάριο του 2012, λίγο πριν τα γενέθλιά τους. Ωραίο και μοιραίο δώρο. Και για τους δύο.
Ήταν ένα βροχερό και παγωμένο βράδυ έξω. Μέσα καιγόντουσαν καρδιές. Ένας κοινός φίλος τους σύστησε.
Όταν τον πρωτοείδε σκέφτηκε: «Ωχ, ακόμα ένας μαλάκας .»
Όταν την πρωτοείδε σκέφτηκε: «Τι ψωνάρα είναι αυτή; »
Όταν όμως άνοιξαν τα στόματα και βγήκαν οι πρώτες λέξεις, η γη σταμάτησε να γυρίζει. Το φόντο μαύρο, οι προβολείς πάνω τους και στο πλάνο μόνο αυτοί.
Ποτέ της δε μαγεύτηκε από εικόνες. Ήθελε μυαλό, βλέμμα και φωνή για να κάνει γκελ η καρδιά της. Το ίδιο και εκείνος.
Έρωτας γνήσιος, υπερβολικός και βιαστικός λόγω συνθηκών. Κοιταζόντουσαν στα μάτια και διάβαζε ο ένας τις σκέψεις του άλλου. Κι ας μην είχαν ξαναειδωθεί. Κι ας μην ήξεραν από που κρατάει η σκούφια τους.
Οι προτάσεις τους άρχιζαν και τελείωναν μαζί, με μια φωνή, με τα ίδια λόγια. Ίδιες μουσικές, ίδιες ταινίες. Τσιγάρα να τσουρουφλίζουν τα δάχτυλά τους, πόδια μπλεγμένα, φιλιά διάρκειας ατελείωτων ωρών. Όχι ατελείωτων, ψέματα.
Όσο κρατάει μια νύχτα. Μια στιγμή, για πάντα.
Υπάρχουν κι αυτοί οι έρωτες. Που η ζωή τους είναι μόλις μερικές ώρες. Και είναι έντιμοι.
Δεν έχουν μισόλογα και ψέματα. Ξέρουν που πάνε και γιατί. Μένουν στο ροζ σύννεφό τους μέχρι να έρθει το πρωί. Είναι οι έρωτες που δεν προλαβαίνουν να πέσουν απ’ το δέντρο και να σαπίσουν.
Εκείνος περαστικός απ’ το νησί της, εκείνη μόνιμη κάτοικος. Το ήξεραν το τέλος. Αλλά η λαχτάρα τους δε χωρούσε ρολόγια και λεπτά.
Τις συζητήσεις τους τις διέκοπταν για να φιληθούν, για ν’ ανάψουν τσιγάρο και για μια γουλιά κρασί. Κατακόκκινο όπως τα αισθήματά τους.
Πρόλαβαν να μιλήσουν για τα πάντα. Για τα παιδικά τους χρόνια, για τους έρωτες, τις αγάπες τους, τα πρωινά, τις νύχτες τους. Πώς πίνουν τον καφέ και πώς τρώνε τα γεμιστά. Ποιος ήταν ο πρώτος δίσκος που αγόρασαν, για το κρυφό κάπνισμα στο σχολείο, για τις αναμνήσεις και τα όνειρα. Πώς κοιμούνται και πώς ξυπνάνε.
Φράσεις από βιβλία, στίχοι από ποιήματα, εμπειρίες από ταξίδια. Μυρωδιές, εικόνες.
Η μυρωδιά του λαιμού της, η γεύση των χεριών του. Έχωνε τη μύτη της στα μαλλιά του κι εκείνος τις δάγκωνε το μάγουλο. Άνοιγε το παλτό και την αγκαλιά του κι εκείνη κούρνιαζε σαν παιδί.
Απ΄ το μπαρ στη θάλασσα κι από εκεί στο σπίτι της με τα πόδια, όχι με το αυτοκίνητο, για να χορτάσουν τη διαδρομή πιασμένοι χέρι χέρι. Να γνωριστούν ακόμα καλύτερα κι ας ήξεραν πως σε λίγες ώρες θα χωριστούν και δεν θα ξαναβρεθούν.
Τα σεντόνια της είχαν πάντα άρωμα λεβάντας και το σώμα της μύριζε βανίλια.
Το σεξ δεν ήταν αναγνωριστικό. Ήταν σα να γνωριζόντουσαν από παλιά.
Σα φίλοι, σαν εραστές. Μερικές γρατζουνιές στην πλάτη του και τέσσερα σημάδια στα χέρια της έμειναν για να κρατάνε ζωντανό εκείνο το βράδυ, μερικές μέρες ακόμα.
Κοιμήθηκαν και ξύπνησαν μαζί, γυμνοί, στην ίδια θέση, αγκαλιά. Έμειναν έτσι μέχρι και λίγη ώρα πριν την πτήση του. Ο αποχαιρετισμός τους ένα φιλί. Απ΄ τα δικά τους, τα ατελείωτα.
Όταν έκλεισε την πόρτα γύρισε στο κρεβάτι κι έμεινε εκεί μέχρι το μεσημέρι. Τραβούσε τζούρες απ’ το μαξιλάρι που είχε κοιμηθεί εκείνος. Ήταν ευτυχισμένη.
Ήταν και οι δύο ευτυχισμένοι και πλήρεις για ό,τι έζησαν.
Δεν ήταν άλλο ένα άγευστο και γρήγορο one night stand. Γαμιόμαστε, ντυνόμαστε, καληνύχτα, τα λέμε. Ήταν κάτι άλλο.
Δύο άνθρωποι που σε ένα βράδυ έζησαν μια ζωή, έναν έρωτα και γιατί όχι, μιαν αγάπη.
Απ’ αυτά τα αληθινά παραμύθια που όλοι ζήσαμε ή θα ζήσουμε κάποια στιγμή. Που υπάρχουν ακόμα κι αν εσύ δεν τα πιστεύεις.