Γράφει η Ρία
Ένα βάζο με κοχύλια. Ένα βάζο με μυρωδιά θάλασσας και θρύμματα από άμμο. Ένα βάζο με αναμνήσεις από κάτι αξέχαστα καλοκαίρια. Ένα βάζο που μοιραζόμασταν εμείς οι δυο. Πού και πού το βλέπω να στέκει στο ράφι, το κοιτώ και αναπολώ εκείνα τα χαμόγελα. Τις αγκαλιές και τα φιλιά, τις γεμάτες στοργή στιγμές που όμως ανήκουν στο παρελθόν. Και τότε με πιάνει ένα μικρό αναφιλητό. Αναρωτιέμαι πώς μπόρεσα να τα θεωρήσω όλα δεδομένα.
Αψηφώντας τις ημέρες που περνούσαμε μαζί κι όλα εκείνα τα ξενύχτια, τα βράδια που για χάρη μας θυσίαζες την ξεκούρασή σου κι ας ήσουν κομμάτια μετά τη δουλειά. Όλες εκείνες τις βόλτες στα στενά της πόλης και τις ενθαρρυντικές κουβέντες για τα καρδιοχτύπια μου και τα πρόσωπα που με είχαν πληγώσει. Ήταν τόσο ειρωνικό το ότι ξεχνούσα συνέχεια να ρωτάω για σένα παρά την αφοσίωση που μου έδειχνες. Αλλά δε σε πείραζε, βασικά ποτέ δε σε πείραζε τίποτα. Σου άρεσε να μονολογώ ακόμα και τις ώρες που γινόμουν παράλογη. Στιγμές που ακόμα κι εγώ θεωρούσα ότι ήμουν αφόρητη, εσύ γελούσες και με έβρισκες χαριτωμένη.
Όταν σε ρωτούσα τι είναι τόσο διασκεδαστικό, μου απαντούσες με φυσικότητα «η έκφρασή σου». Ήσουν ο μόνος που είχε μελετήσει κάθε εκατοστό του προσώπου μου. Ήξερες κάθε ρυτίδα έκφρασης και κάθε κοκκίνισμα σε στιγμές ντροπής. Έλεγες πως με ξέρεις σαν την παλάμη του χεριού σου. Ίσως τελικά να με ήξερες καλύτερα απ’ όσο με ξέρω εγώ. Στην τελική έβλεπες πράγματα που αδυνατούσα να διακρίνω. Φταίει μάλλον που η οπτική σου ήταν γεμάτη αγάπη και καλοσύνη.
Πάντα έλεγα ότι έχεις κάτι το διαφορετικό. Μάλλον φταίει το γεγονός ότι πίσω από την παγωμένη και ανέκφραστη φυσιογνωμία σου, μια στάση άμυνας για να την παλέψεις μαζί μου, κρύβονταν ένα παιδί με χρυσή καρδιά. Ένα παιδί που με παρέσυρε στις χρυσαφένιες αμμουδιές και μου έμαθε τη σημασία της ευτυχίας. Ένα παιδί που δεν έμαθε να τα παρατάει ακόμα και όταν η καθημερινότητά του ήταν βαμμένη με γκρίζα χρώματα.
Αλλά τα χρώματα άρχισαν να ξεθωριάζουν μήνα με τον μήνα. Κι εγώ δεν τα κυνήγησα πιστεύοντας πως θα έχουμε μπροστά μας καιρό για να αναπληρώσουμε τις χαμένες στιγμές. Θεώρησα δεδομένο πως κάθε χρόνο θα επαναλαμβάναμε τα ίδια κάθε καλοκαίρι. Αυτό όμως που μου διέφυγε ήταν η ρωγμή στο βάζο με τα κοχύλια, γιατί ξαφνικά ένα καλοκαίρι όχι μόνο δε γέμισε αλλά άδειασε με τη μία. Η παρουσία έγινε απουσία, το γυαλί έσπασε, το καλοκαίρι ήρθε και πέρασε χωρίς εσένα.
Και έμεινα να κοιτώ τα κοχύλια που απέμειναν. Να τα στοιβάζω και να τα κρύβω σε μια γωνιά σαν θησαυρό. Να τα μετρώ σαν να μετρώ τις ημέρες που περάσαμε μαζί και να αναρωτιέμαι γιατί άφησα το «εσύ» να γίνει δεδομένο. Ακόμα δεν κατάλαβα γιατί άφησα τις μέρες να περάσουν δίχως να σηκώσω το ακουστικό, χωρίς να σε πάρω να ρωτήσω πώς είσαι. Προσπαθούσα να θυμηθώ από πότε και μετά οι συναντήσεις μας άρχισαν να λιγοστεύουν και πότε ήταν η τελευταία φορά που άκουσα τη φωνή σου.
Και κάπως έτσι ασυνείδητα μόλις πάτησα το κουμπί της κλήσης ελπίζοντας πως μετά τον τρίτο χτύπο θα φτάσει στ’ αφτιά μου η ζεστή χροιά σου. Μα τι ανόητη που είμαι. Είναι ανώφελο να καλώ αφού δε θα το σηκώσεις. Για την ακρίβεια δε θα έπρεπε να υπάρχεις πλέον στον κατάλογο με τις επαφές μου. Μου είναι όμως δύσκολο να διαγράψω το κινητό σου και μαζί και σένα. Ένα νούμερο φάντασμα ακούγεται καλύτερο από κάτι ανύπαρκτο.
Ίσως κάποια μέρα συνειδητοποιήσω πως ό,τι απέμεινε από μας είναι ένα βάζο με κοχύλια. Να συμφιλιωθώ με την πραγματικότητα και όχι με τις αναμνήσεις. Να φυλάξω το παρελθόν στο ράφι με τα κοχύλια σαν κάτι που άξιζε και κάποτε έζησα. Ίσως πάλι να το κρατήσω ζωντανό στο μυαλό μου για να θυμάμαι να μη θεωρώ τίποτα για δεδομένο, γιατί πολύ εύκολα τα δεδομένα γίνονται ζητούμενα και μερικές φορές δεν υπάρχει γυρισμός.